χέσιμο: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
(46)
(No difference)

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Greek Monolingual

το, Ν
1. κένωση τών εντέρων, αποπάτηση
2. μτφ. χυδαίο βρίσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χεσ- του αορ. έ-χεσ-α του ρ. χέζω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. βράσ-ιμο)].