σχινίς: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(6_12) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σχῑνίς''': -ίδος, ἡ, ὁ [[καρπὸς]] τῆς σχίνου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 4, 7. | |lstext='''σχῑνίς''': -ίδος, ἡ, ὁ [[καρπὸς]] τῆς σχίνου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 4, 7. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br />ο [[καρπός]] του σχίνου, του μαστιχόδενδρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχῖνος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>καλαμ</i>-<i>ίς</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 29 September 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A berry of the mastich, Thphr.HP9.4.7.
German (Pape)
[Seite 1056] ίδος, ἡ, die Beere des Mastixbaumes, Theophr. – Bei Lycophr. 832 Beiwort der Aphrodite.
Greek (Liddell-Scott)
σχῑνίς: -ίδος, ἡ, ὁ καρπὸς τῆς σχίνου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 4, 7.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
ο καρπός του σχίνου, του μαστιχόδενδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχῖνος + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. καλαμ-ίς)].