χείμαρρος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
(Bailly1_5)
 
(46)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[χειμάρροος]];<br />ὁ [[χείμαρρος]], <i>c.</i> [[χειμάρροος]].
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[χειμάρροος]];<br />ὁ [[χείμαρρος]], <i>c.</i> [[χειμάρροος]].
}}
{{grml
|mltxt=ο / [[χείμαρρος]], -ον, ΝΜΑ, και τ. χειμάρρους, -ουν και ασυναίρ. -οος, -οον, Α<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> ορμητικό και ακανόνιστο [[ρεύμα]] νερού που σχηματίζεται πρόσκαιρα, [[συνήθως]] σε ορεινές περιοχές, και οφείλεται στις δυνατές και παρατεταμένες βροχές ή στο [[λειώσιμο]] του χιονιού<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (σε [[παρομοίωση]]) [[ορμητικός]], [[ασταμάτητος]] (α. «έπεσε σαν [[χείμαρρος]] [[επάνω]] του<br />β. «[[ὥσπερ]] χείμαρρους ἄν εἰς τὴν πόλιν κατέπεσε», <b>Δημοσθ.</b><br />γ. «[[πλεκτάνη]] [[χειμάρροος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ευφραδής]] («όταν μιλάει στη [[βουλή]], [[είναι]] [[σωστός]] [[χείμαρρος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ρέει [[κατά]] τον χειμώνα<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) ποτάμιο [[ρεύμα]] ή [[ποταμός]]<br />β) [[αγωγός]] νερού, [[οχετός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χεῖμα]] (<b>βλ. λ.</b> [[χειμώνας]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρους</i> /-<i>ρροος</i> / -<i>ρρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥόος]] / [[ῥοῦς]] <span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>αἱμό</i>-<i>ρροος</i>, [[κατά]]-<i>ρρους</i>].
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. χειμάρροος;
χείμαρρος, c. χειμάρροος.

Greek Monolingual

ο / χείμαρρος, -ον, ΝΜΑ, και τ. χειμάρρους, -ουν και ασυναίρ. -οος, -οον, Α
το αρσ. ως ουσ.
1. ορμητικό και ακανόνιστο ρεύμα νερού που σχηματίζεται πρόσκαιρα, συνήθως σε ορεινές περιοχές, και οφείλεται στις δυνατές και παρατεταμένες βροχές ή στο λειώσιμο του χιονιού
2. μτφ. (σε παρομοίωση) ορμητικός, ασταμάτητος (α. «έπεσε σαν χείμαρρος επάνω του
β. «ὥσπερ χείμαρρους ἄν εἰς τὴν πόλιν κατέπεσε», Δημοσθ.
γ. «πλεκτάνη χειμάρροος», Αισχύλ.)
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) ευφραδής («όταν μιλάει στη βουλή, είναι σωστός χείμαρρος»)
αρχ.
1. αυτός που ρέει κατά τον χειμώνα
2. το αρσ. ως ουσ. α) ποτάμιο ρεύμα ή ποταμός
β) αγωγός νερού, οχετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα (βλ. λ. χειμώνας) + -ρρους /-ρροος / -ρρος (< ῥόος / ῥοῦς < ῥέω), πρβλ. αἱμό-ρροος, κατά-ρρους].