τέρυς: Difference between revisions
Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)
(6_22) |
(41) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τέρυς''': -υος, ὁ, ἡ ([[τείρω]]) = [[ἀσθενής]], [[λεπτός]], «τέρυ· ἀσθενές, [[λεπτὸν]]» Ἡσύχ., «τέρυας ἵππους· οὕτω λέγονται ὅσοι ἀδ[δ]ηφάγοι [[εἰσί]]. [[ἔνιοι]] τοὺς ἀσθενεῖς» - ὁ αὐτ. μνημονεύει καί: «τερύνης - τετριμμένος [[ὄνος]]». | |lstext='''τέρυς''': -υος, ὁ, ἡ ([[τείρω]]) = [[ἀσθενής]], [[λεπτός]], «τέρυ· ἀσθενές, [[λεπτὸν]]» Ἡσύχ., «τέρυας ἵππους· οὕτω λέγονται ὅσοι ἀδ[δ]ηφάγοι [[εἰσί]]. [[ἔνιοι]] τοὺς ἀσθενεῖς» - ὁ αὐτ. μνημονεύει καί: «τερύνης - τετριμμένος [[ὄνος]]». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-υος, ὁ, ἡ, [[τέρυ]] Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) (η αιτ. πληθ. του αρσ.) <i>τέρυας</i><br />«ἵππους<br />οὕτω λέγονται ὅσοι ἀδηφάγοι [[εἰσί]]<br />[[ἔνιοι]] τοὺς ἀσθενεῑς» <br />β) [[τέρυ]]<br />«ἀσθενές, [[λεπτόν]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[τέρην]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1095] υος, ὁ, ἡ, τέρυ, eigtl. abgerieben, aufgerieben, erschöpft, schwach; ἵππος, ein abgejagtes od. alterschwaches Pferd, wie τερύνης ὄνος, ein alter, abgetriebener Esel, Hesych. Das Wort scheint ursprünglich einerlei mit τέρην zu sein, welches aber ausschließlich im guten Sinne gebraucht wird.
Greek (Liddell-Scott)
τέρυς: -υος, ὁ, ἡ (τείρω) = ἀσθενής, λεπτός, «τέρυ· ἀσθενές, λεπτὸν» Ἡσύχ., «τέρυας ἵππους· οὕτω λέγονται ὅσοι ἀδ[δ]ηφάγοι εἰσί. ἔνιοι τοὺς ἀσθενεῖς» - ὁ αὐτ. μνημονεύει καί: «τερύνης - τετριμμένος ὄνος».
Greek Monolingual
-υος, ὁ, ἡ, τέρυ Α
(κατά τον Ησύχ.) α) (η αιτ. πληθ. του αρσ.) τέρυας
«ἵππους
οὕτω λέγονται ὅσοι ἀδηφάγοι εἰσί
ἔνιοι τοὺς ἀσθενεῑς»
β) τέρυ
«ἀσθενές, λεπτόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τέρην.