τιμογραφώ: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
(41)
(No difference)

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Greek Monolingual

-έω, Α
1. καθορίζω τη φορολογητέα ποσότητα («ἐτιμογράφησε τὴν γῆν τοῡ δοῡναι τὸ ἀργύριον», ΠΔ)
2. (το γ' εν. πρόσ. του ενεργ. αορ.) ἐτιμογράφησεν
(κατά τον Ησύχ.) «ἐγγράφως καὶ ὡρισμένως αὐτοὺς ἐζημίωσεν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + -γραφῶ (< -γράφος)].