τιλμός: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
(6_15)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τιλμός''': ὁ, τὸ τίλειν ἢ ἀποσπᾶν τὰς τρίχας, μάδημα τῶν τριχῶν, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 839· συναπτόμενον [[μετὰ]] τοῦ [[κνησμός]], ὡς [[σύμπτωμα]] νόσου, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ α΄ 959.
|lstext='''τιλμός''': ὁ, τὸ τίλειν ἢ ἀποσπᾶν τὰς τρίχας, μάδημα τῶν τριχῶν, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 839· συναπτόμενον [[μετὰ]] τοῦ [[κνησμός]], ὡς [[σύμπτωμα]] νόσου, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ α΄ 959.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[τίλλω]]<br /><b>1.</b> βίαιη [[απόσπαση]] τών τριχών, [[μάδημα]]<br /><b>2.</b> [[εκρίζωση]], [[ξερίζωμα]] («τιλμὸς καλάμου», πάπ.)<br /><b>3.</b> [[εξαγωγή]] τών ινών φυτού («τιλμὸς σησάμου», πάπ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «τιλμὸς ὀσπρίων» — [[αποφλοίωση]] οσπρίων.
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τιλμός Medium diacritics: τιλμός Low diacritics: τιλμός Capitals: ΤΙΛΜΟΣ
Transliteration A: tilmós Transliteration B: tilmos Transliteration C: tilmos Beta Code: tilmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A plucking or pulling out, of hair, A.Supp.839 (pl., lyr.), Men.Epit. 472; also, pulling up, καλάμου POxy.1692.10 (ii A.D.), 1631.9 (iii A.D.), cf. ὁλοτίλλω; joined with κνησμοί, as a symptom in sickness, Hp.Epid.1.23 (pl.).    II extraction of fibre, σησάμου PCair.Zen. 787.21 (iii B.C.); τ. ὀσπρίων, evulsitio, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1114] ὁ, = τίλσις; das Raufen des Haares, Aesch. Suppl. 879.

Greek (Liddell-Scott)

τιλμός: ὁ, τὸ τίλειν ἢ ἀποσπᾶν τὰς τρίχας, μάδημα τῶν τριχῶν, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 839· συναπτόμενον μετὰ τοῦ κνησμός, ὡς σύμπτωμα νόσου, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ α΄ 959.

Greek Monolingual

ὁ, Α τίλλω
1. βίαιη απόσπαση τών τριχών, μάδημα
2. εκρίζωση, ξερίζωμα («τιλμὸς καλάμου», πάπ.)
3. εξαγωγή τών ινών φυτού («τιλμὸς σησάμου», πάπ.)
4. φρ. «τιλμὸς ὀσπρίων» — αποφλοίωση οσπρίων.