τίταξ: Difference between revisions
From LSJ
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
(Bailly1_5) |
(41) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=(ὁ) :<br />roi.<br />'''Étymologie:''' DELG [[Τιτάν]]. | |btext=(ὁ) :<br />roi.<br />'''Étymologie:''' DELG [[Τιτάν]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἔντιμος]] ἤ [[δυνάστης]], οἱ δὲ [[βασιλεύς]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται πιθ. με το θ. της λ. <i>Τιτᾶνες</i> και έχει σχηματιστεί με [[επίθημα]] -<i>αξ</i> (<b>πρβλ.</b> [[άναξ]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ἔντιμος, ἢ δυνάστης, οἱ δὲ βασιλεύς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1120] ὁ, = βασιλεύς, Hesych., fem. τιτήνη.
Greek (Liddell-Scott)
τίταξ: ἔντιμος, ἢ δυνάστης, οἱ δὲ βασιλεὺς» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
roi.
Étymologie: DELG Τιτάν.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἔντιμος ἤ δυνάστης, οἱ δὲ βασιλεύς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με το θ. της λ. Τιτᾶνες και έχει σχηματιστεί με επίθημα -αξ (πρβλ. άναξ)].