τρικλήματος: Difference between revisions
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
(6_17) |
(42) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρικλήματος''': -ον, ὁ ἔχων [[τρία]] κλήματα ἢ [[τρεῖς]] κλάδους, «[[ὅσπερ]] δικλήματος ἢ [[τρικλήματος]] ἐκπετάσας κατὰ μὲν τοῦ πλαγίου τὰς χεῖρας, κατὰ δὲ τοῦ ὀρθοῦ κεφαλὴν» Ἀθαν. τ. 2, σ. 224C. | |lstext='''τρικλήματος''': -ον, ὁ ἔχων [[τρία]] κλήματα ἢ [[τρεῖς]] κλάδους, «[[ὅσπερ]] δικλήματος ἢ [[τρικλήματος]] ἐκπετάσας κατὰ μὲν τοῦ πλαγίου τὰς χεῖρας, κατὰ δὲ τοῦ ὀρθοῦ κεφαλὴν» Ἀθαν. τ. 2, σ. 224C. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[τρία]] κλήματα ή [[τρεις]] κλάδους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κλῆμα]], -<i>ατος</i> «[[αμπέλι]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
τρικλήματος: -ον, ὁ ἔχων τρία κλήματα ἢ τρεῖς κλάδους, «ὅσπερ δικλήματος ἢ τρικλήματος ἐκπετάσας κατὰ μὲν τοῦ πλαγίου τὰς χεῖρας, κατὰ δὲ τοῦ ὀρθοῦ κεφαλὴν» Ἀθαν. τ. 2, σ. 224C.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει τρία κλήματα ή τρεις κλάδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + κλῆμα, -ατος «αμπέλι»].