τρισθανής: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(6_8)
 
(42)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρισθᾰνής''': -ές, τρὶς [[ἄξιος]] θανάτου, Γρηγ. Ναζ. ἐν Ἀνθ. Π. 8. 170· ― τρισθάνατος, ον, Σχόλ. [[αὐτόθι]].
|lstext='''τρισθᾰνής''': -ές, τρὶς [[ἄξιος]] θανάτου, Γρηγ. Ναζ. ἐν Ἀνθ. Π. 8. 170· ― τρισθάνατος, ον, Σχόλ. [[αὐτόθι]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που του αξίζει να θανατωθεί [[τρεις]] φορές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θνῄσκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἡμι</i>-<i>θανής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

τρισθᾰνής: -ές, τρὶς ἄξιος θανάτου, Γρηγ. Ναζ. ἐν Ἀνθ. Π. 8. 170· ― τρισθάνατος, ον, Σχόλ. αὐτόθι.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που του αξίζει να θανατωθεί τρεις φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + -θανής (< θνῄσκω), πρβλ. ἡμι-θανής].