τυτθός: Difference between revisions
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
(Autenrieth) |
(42) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[little]], [[small]], of persons [[with]] [[reference]] to [[age]], Il. 6.222, Il. 22.480, Od. 1.435; of things, τυτθὰ διατμῆξαι, κεάσσαι, [[into]] [[small]] pieces, ‘[[small]],’ Od. 12.174, 388. —Adv., τυτθόν, [[little]], a [[little]]; φθέγγεσθαι, ‘[[low]],’ Il. 24.170; [[temporal]], Il. 19.335. | |auten=[[little]], [[small]], of persons [[with]] [[reference]] to [[age]], Il. 6.222, Il. 22.480, Od. 1.435; of things, τυτθὰ διατμῆξαι, κεάσσαι, [[into]] [[small]] pieces, ‘[[small]],’ Od. 12.174, 388. —Adv., τυτθόν, [[little]], a [[little]]; φθέγγεσθαι, ‘[[low]],’ Il. 24.170; [[temporal]], Il. 19.335. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-όν, θηλ. και -ή, Α<br /><b>1.</b> ο μικρής ηλικίας, [[μικρός]], [[νεαρός]] (α. «τυτθὸν ὄντ' ἐν σπαργάνοις», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «τυτθὸν [[θηρίον]] ἐντὶ [[μέλισσα]]», Θεοκρ.)<br /><b>2.</b> (η αιτ. εν. ουδ. ως επίρρ.) <i>τυτθόν</i><br />α) ([[ιδίως]] για [[τόπο]]) λίγο, [[λιγάκι]] («ἀνεχάζετο τυτθὸν [[ὀπίσσω]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) [[παρά]] λίγο, [[σχεδόν]], [[μόλις]]<br />γ) (για [[φωνή]]) χαμηλόφωνα, [[σιγανά]] («τυτθὸν φθεγξαμένη», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τυτθὰ [[διατέμνω]]» — [[κόβω]] σε μικρά κομμάτια, [[κομματιάζω]] (<b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστική λ. που ανάγεται στην [[ίδια]] [[ρίζα]] με τον τ. [[τυννός]] και συνδέεται με τα σουηδ. <i>tutta</i> «μικρό [[κορίτσι]]» και αρχ. άνω γερμ. <i>tut</i>(<i>t</i>)<i>a</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 29 September 2017
English (LSJ)
όν, Il.22.480, also ή, όν Call.Dian.64, A.R.3.93, 4.832 (cf. Hdn.Gr.1.145):—Ep. for (ς) μικρός, which is rarer in Hom.,
A little, small, young, in Hom. mostly of persons, τυτθὸν ἐοῦσαν Il.l.c.; τόν γ' ἔθρεψε δόμοις ἔνι τυτθὸν ἐόντα while yet a little one, 11.223, cf. Od. 1.435, al.; τυτθὸν ὄντ' ἐν σπαργάνοις A.Ag.1606; αἱ μάλα τυτθαί Call. l.c.: of animals, ἀπτῆνα, τυτθόν A.Fr.337; τ. θηρίον ἐντὶ μέλισσα Theoc.19.5, etc.: of things, A.R.4.832, Maiist.29, etc. II τυτθόν as Adv., a little, a bit, esp. of Space, ἀνεχάζετο τυτθὸν ὀπίσσω Il.5.443; τ. ἀποπρὸ νεῶν 7.334, cf. Od.9.540; τ. ὑπεκπροθέων Il.21.604, cf. 10.345; τ. ἀπ' ἀκροτάτης κορυφῆς Hes.Th.62: of measure or degree, κοτύλην τις τ. ἐπέσχεν, so as to give only a sip, Il.22.494; τ. ἔτι ζώων with but little life yet in him, 19.335, cf. 16.302; οὐδέ με τ. ἔτισεν 1.354: of the voice, low, softly, gently, τυτθὸν φθεγξαμένη 24.170. 2 by a little, scarcely, hardly, ἀπὸ τ. ἅμαρτεν 17.609; ἠλεύατο ἔγχος τ. 13.185, 17.306; τ. ὑπὲκ θανάτοιο φέρονται 15.628: also pl., τυτθὰ ἐκφυγεῖν A.Pers.564 (lyr.); τ. οἷον καὶ ὁκόσον ἂν λάθοι Hp.Cord. 2; παρὰ τ. ἰόν ibid. III pl. τυτθά, in Hom. only τυτθὰ διατμήξας cut small, Od.12.174; κεάσαιμι split small, ib.388. (Rare in Prose, Hp.l.c.: Thessalian word acc. to Sch.T Il.13.466.)
Greek (Liddell-Scott)
τυτθός: -όν, προσέτι καὶ ή, όν· ― μικρός, νέος, παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἀνθρώπων, ὅ μ’ ἔτρεφε τυτθὸν ἐοῦσαν Ἰλ. Χ. 480 τόν γ’ ἔθρεψε δόμοις ἔνι τυτθὸν ἐόντα, ἐν ᾧ ἀκόμη ἦτο μικρός, Λ. 223, πρβλ. Ὀδ. Α. 435, κλπ.· τυτθὸν ὄντ’ ἐν σπαργάνοις Αἰσχύλ. Ἀγ. 1606· αἱ μάλα τυτθαὶ Καλλ. εἰς Ἄρτ. 61· ― ἐπὶ ζῴων, ἀπτῆνα, τυτθὸν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 401· τ. θηρίον ἐντὶ μέλισσα Θεόκρ. 19. 5, κλπ.· ― ἐπὶ πραγμάτων, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 832, κλπ. ΙΙ. τυτθόν, ὡς ἐπίρρ., ὀλίγον, μικρόν, μάλιστα ἐπὶ τόπου, ἀνεχάζετο τυτθὸν ὀπίσσω Ἰλ. Ε. 443· ἠλεύατο τυτθὸν ἔγχος Ν. 185· τ. ἀποπρὸ νεῶν Η. 334· τ. ὑπεκπροθέων Φ. 604, πρβλ. Κ. 345· τ. ἐπ’ ἀκροτάτης κορυφῆς Ἡσ. Θ. 62· ― ὡσαύτως ἐπὶ μέτρου ἢ βαθμοῦ, κοτύλην τις τ. ἐπέσχεν, ὀλίγον ὅσον μόνον νὰ γευθῇ τις, Ἰλ. Χ. 494· ἀπὸ τ. ἅμαρτεν Ρ. 609· τ. ἔτι ζώων, μόλις ἔτι ζῶν, Τ. 335, πρβλ. ΙΙ. 302· οὐδέ με τ. ἔτισεν Α. 354· τ. ἐδεύησεν, ὀλίγον ἐχρειάζετο, Ὀδ. Ι. 483· ― ἐπὶ τῆς φωνῆς χαμηλοφώνως, «σιγανά», ἡσύχως, τυτθὸν φθεγξαμένη Ἰλ. Ω. 170. 2) παρ’ ὀλίγον, μόλις, σχεδόν, Λατ. vix, aegré, ἠλεύατο ἔγχος τ. Ν. 185, Ρ. 305· τ. ὑπὲκ θανάτοιο φέρονται Ο. 628· οὕτω τυτθὰ ἐκφυγεῖν Αἰσχύλ. Πέρσ. 564. ΙΙΙ. πληθ. τυτθά, παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν ταῖς φράσεσι, τυτθὰ διατμήξας, κόψας εἰς μικρὰ κομμάτια, Ὀδ. Μ. 174· τυτθὰ βαλὼν κεάσαιμι αὐτόθι 388.
French (Bailly abrégé)
ός ou poét. ή, όν :
I. adj. petit ; en parl. de pers. tout enfant;
II. adv.
1 τυτθόν un peu, peu ; τυτθὸν ὀπίσσω IL un peu en arrière ; τυτθὸν φθεγξαμένη IL ayant parlé à voix basse;
2 τυτθά en petits morceaux : τυτθὰ διατμῆξαι OD couper menu;
3 τυτθόν ou τυτθά petitement, difficilement : τυτθὸν ἔγχος ἀλεύεσθαι IL éviter de peu une javeline.
Étymologie: dim. du th. pron. το-.
English (Autenrieth)
little, small, of persons with reference to age, Il. 6.222, Il. 22.480, Od. 1.435; of things, τυτθὰ διατμῆξαι, κεάσσαι, into small pieces, ‘small,’ Od. 12.174, 388. —Adv., τυτθόν, little, a little; φθέγγεσθαι, ‘low,’ Il. 24.170; temporal, Il. 19.335.
Greek Monolingual
-όν, θηλ. και -ή, Α
1. ο μικρής ηλικίας, μικρός, νεαρός (α. «τυτθὸν ὄντ' ἐν σπαργάνοις», Αισχύλ.
β. «τυτθὸν θηρίον ἐντὶ μέλισσα», Θεοκρ.)
2. (η αιτ. εν. ουδ. ως επίρρ.) τυτθόν
α) (ιδίως για τόπο) λίγο, λιγάκι («ἀνεχάζετο τυτθὸν ὀπίσσω», Ομ. Ιλ.)
β) παρά λίγο, σχεδόν, μόλις
γ) (για φωνή) χαμηλόφωνα, σιγανά («τυτθὸν φθεγξαμένη», Ομ. Ιλ.)
3. φρ. «τυτθὰ διατέμνω» — κόβω σε μικρά κομμάτια, κομματιάζω (Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστική λ. που ανάγεται στην ίδια ρίζα με τον τ. τυννός και συνδέεται με τα σουηδ. tutta «μικρό κορίτσι» και αρχ. άνω γερμ. tut(t)a].