ὑδραλής: Difference between revisions

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
(6_14)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑδραλής''': ὁ, = [[ὕδρος]], «[[ὄφις]] ὕδατος» Ἡσύχ.
|lstext='''ὑδραλής''': ὁ, = [[ὕδρος]], «[[ὄφις]] ὕδατος» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὄφις]] ὕδατος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αμφίβολος τ. σχηματισμένος πιθ. από το θ. <i>υδρ</i>- της λ. <i>ύδωρ</i>].
}}
}}

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδραλής Medium diacritics: ὑδραλής Low diacritics: υδραλής Capitals: ΥΔΡΑΛΗΣ
Transliteration A: hydralḗs Transliteration B: hydralēs Transliteration C: ydralis Beta Code: u(dralh/s

English (LSJ)

ὁ, = (1) μετάβολος, (2) ὄφις ὕδατος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδραλής: ὁ, = ὕδρος, «ὄφις ὕδατος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὄφις ὕδατος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αμφίβολος τ. σχηματισμένος πιθ. από το θ. υδρ- της λ. ύδωρ].