ὑπέκκαυμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(Bailly1_5)
(43)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>I.</b> ce qui sert à allumer, matière combustible;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> ce qui réchauffe (le corps), nourriture, aliment;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> ce qui enflamme, ce qui excite (l’amour, le désir, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ὑπεκκαίω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>I.</b> ce qui sert à allumer, matière combustible;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> ce qui réchauffe (le corps), nourriture, aliment;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> ce qui enflamme, ce qui excite (l’amour, le désir, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ὑπεκκαίω]].
}}
{{grml
|mltxt=-αύματος, τὸ, Α [[ὑπεκκαίω]]<br /><b>1.</b> καύσιμη ύλη με την οποία ανάβει [[κανείς]] [[φωτιά]], [[προσάναμμα]]<br /><b>2.</b> υποτιθέμενη [[σφαίρα]] από [[φωτιά]] που περιβάλλει την [[ατμόσφαιρα]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) η [[τροφή]] η οποία παρέχει ζωική [[θερμότητα]]<br />β) [[καθετί]] που προτρέπει, που παρακινεί, [[έναυσμα]] («πολλοῑς ὑπέκκαυμ' ἔστ' ἔρωτος [[μουσική]]», Μέν.).
}}
}}

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέκκαυμα Medium diacritics: ὑπέκκαυμα Low diacritics: υπέκκαυμα Capitals: ΥΠΕΚΚΑΥΜΑ
Transliteration A: hypékkauma Transliteration B: hypekkauma Transliteration C: ypekkavma Beta Code: u(pe/kkauma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A combustible matter, fuel, X.Cyr.7.5.22, Arist.Resp.473a5, Mete.341b19, al.: metaph. of food, as supplying animal heat, Hp.Aph.1.14, Plu.2.694f, Aët.9.19.    b the supposed Sphere of Fire surrounding the atmosphere, Simp. in Cael.20.26, al. (quoting Arist.Mete. l.c.).    2 metaph., provocative, incentive, ἔρωτος X.Smp.4.25; πολλοῖς ὑ. ἔστ' ἔρωτος μουσική Men.237, cf. Phld.Mus.p.80 K.; ὑ. τῆς νόσου Arist. Pr.859b19; πόθου καὶ χάριτος Plu.Lyc.15.

German (Pape)

[Seite 1185] τό, womit man Etwas anzündet, Zunder; ἄσφαλτος Xen. Cyr. 7, 5, 22; τῆς φλογός Plut. Alex. 35. – Uebertr., Reizmittel, ἔρωτος Xen. Conv. 4, 25; λείψανον καὶ ὑπέκκαυμα πόθου Plut. Lyc. 15; τῆς ἀρετῆς Agesil. 5; consol. ad ux. 7 sec. Epic. 4 u. öfter; vgl. Jae. Ach. Tat. p. 424. 498.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέκκαυμα: τό, ὕλη καύσιμος, ξύλα, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 7. 5, 22, Ἀριστ. Πολ. 6. 1, Μετεωρ. 1. 4, 4, κ. ἀλλ.· ― μεταφορ., ἐπὶ τῆς τροφῆς ὡς παρεχούσης ζωϊκὴν θερμότητα, Ἱππ. Ἀφ. 1243, πρβλ. Πλούτ. 2. 694F. 2) μεταφορ., τὸ παρακινοῦν, προτρέπον τινὰ εἴς τι, ἐλατήριον, Λατ. fomes, ἔρωτος Ξεν. Συμπ. 4. 25· πολλοῖς ὑπέκκαυμ’ ἔστ’ ἔρωτος μουσικὴ Μένανδρ. ἐν «Θησαυρῷ» 2· ὑπ. τῆς νόσου Ἀριστ. Προβλ. 1. 7· πόθου καὶ χάριτος Πλουτ. Λυκοῦργ. 15.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
I. ce qui sert à allumer, matière combustible;
II. p. anal.
1 ce qui réchauffe (le corps), nourriture, aliment;
2 fig. ce qui enflamme, ce qui excite (l’amour, le désir, etc.).
Étymologie: ὑπεκκαίω.

Greek Monolingual

-αύματος, τὸ, Α ὑπεκκαίω
1. καύσιμη ύλη με την οποία ανάβει κανείς φωτιά, προσάναμμα
2. υποτιθέμενη σφαίρα από φωτιά που περιβάλλει την ατμόσφαιρα
3. μτφ. α) η τροφή η οποία παρέχει ζωική θερμότητα
β) καθετί που προτρέπει, που παρακινεί, έναυσμα («πολλοῑς ὑπέκκαυμ' ἔστ' ἔρωτος μουσική», Μέν.).