ὑπόψυχρος: Difference between revisions
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
(6_18) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπόψυχρος''': -ον, ὀλίγον [[ψυχρός]], Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄ 954. 2) [[ψυχρός]], ἐπιφέρων [[ῥῖγος]], [[παγερός]], ὁ αὐτ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 394. 3) μεταφορ., οἱ τὴν ἕξιν ὑπ. Φιλοστρ. Γυμν. σ. 4. Kayser· κωμικοὶ ὑπόψυχροι, Σουΐδ. ἐν λ. Λύκις. | |lstext='''ὑπόψυχρος''': -ον, ὀλίγον [[ψυχρός]], Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄ 954. 2) [[ψυχρός]], ἐπιφέρων [[ῥῖγος]], [[παγερός]], ὁ αὐτ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 394. 3) μεταφορ., οἱ τὴν ἕξιν ὑπ. Φιλοστρ. Γυμν. σ. 4. Kayser· κωμικοὶ ὑπόψυχροι, Σουΐδ. ἐν λ. Λύκις. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπόψυχρος]], -ον, ΝΜΑ<br />[[κάπως]] [[ψυχρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[ρίγος]], [[παγερός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[ανούσιος]], [[μονότονος]], [[κρύος]] («κωμικοὶ ὑπόψυχροι», λεξ. [[Σούδα]])<br />β) [[παράλογος]], [[ανόητος]], [[γελοίος]] («[[ζήτημα]] ὑπόψυχρον», Ερμογ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ψυχρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A somewhat cold, coolish, Hp.Epid.1.18, Gal.6.655. 2 chilling, Hp.Acut.62. 3 metaph., ὑ. τὰς φύσεις Ptol. Tetr.56. 4 rather lacking in humour, flat, κωμικοί Suid. s.v. Λύκις; προοίμιον Anon. in Tht.3.30; rather absurd, ζήτημα ὑ. Hermog. Stat.12; ὑ. τὸ λέγειν ὡς . . A.D.Pron.83.22; σύμπτωσις φωνηέντων ὑπόψυχρος Phld.Rh.1.163 S.
German (Pape)
[Seite 1241] ein wenig kalt, kühl, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόψυχρος: -ον, ὀλίγον ψυχρός, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄ 954. 2) ψυχρός, ἐπιφέρων ῥῖγος, παγερός, ὁ αὐτ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 394. 3) μεταφορ., οἱ τὴν ἕξιν ὑπ. Φιλοστρ. Γυμν. σ. 4. Kayser· κωμικοὶ ὑπόψυχροι, Σουΐδ. ἐν λ. Λύκις.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπόψυχρος, -ον, ΝΜΑ
κάπως ψυχρός
αρχ.
1. αυτός που προκαλεί ρίγος, παγερός
2. μτφ. α) ανούσιος, μονότονος, κρύος («κωμικοὶ ὑπόψυχροι», λεξ. Σούδα)
β) παράλογος, ανόητος, γελοίος («ζήτημα ὑπόψυχρον», Ερμογ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ψυχρός.