ὑποχάζομαι: Difference between revisions
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
(Bailly1_5) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=céder la place, céder devant, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], χάζομαι. | |btext=céder la place, céder devant, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], χάζομαι. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>(αποθ.)</b> αποσύρομαι, [[υποχωρώ]] βαθμιαία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>χάζομαι</i> «[[υποχωρώ]], [[οπισθοχωρώ]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:59, 29 September 2017
English (LSJ)
aor. -κεκαδόμην (v. infr.):—
A give way before some one, ὑπὸ δὲ Τρῶες κεκάδοντο Il.4.497; καί οἱ . . Ζεὺς . . ὑποχάζεται A.R. 1.1101.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποχάζομαι: ἀόρ. -κεκαδόμην ἀποθ., ὑποχωρῶ, ἀποσύρομαι, κοινῶς «τραβιοῦμαι ’πίσω», ὑπὸ δὲ Τρῶες κεκάδοντο, «ὑπεσκεδάσθησαν» (Θ. Γαζῆ), Ἰλ. Δ. 498· καί οἱ (δηλ. τῃ μητρὶ τῶν θεῶν) Ζεὺς ὑποχάζεται Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1101.
French (Bailly abrégé)
céder la place, céder devant, τινι.
Étymologie: ὑπό, χάζομαι.
Greek Monolingual
Α
(αποθ.) αποσύρομαι, υποχωρώ βαθμιαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χάζομαι «υποχωρώ, οπισθοχωρώ»].