υφέρπω: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(44)
(No difference)

Revision as of 12:59, 29 September 2017

Greek Monolingual

ὑφέρπω ΝΜΑ ἕρπω
1. σέρνομαι κάτω από κάτι και, κατ' επέκτ., σέρνομαι κρυφά, χωρίς να γίνομαι αντιληπτός (α. «οι στρατιώτες προχωρούσαν προς το αντίπαλο στρατόπεδο υφέρποντας ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση» β. «οἷσιν... ὑφέρπει πικρὸς ὄφις», Γρηγ. Ναζ.)
2. (μτφ. και για συναισθήματα, λόγους, φήμες, δεινά ή και νόσους) επέρχομαι ή, κυρίως, διαδίδομαι σιγά σιγά και ανεπαίσθητα (α. «η είδηση για την επικείμενη αναπόφευκτη ήττα υφέρπει στις τάξεις του στρατού» β. «φθονερὸν ὑπ' ἄλγος ἕρπει Ἀτρείδαις», Αισχύλ.)
αρχ.
1. (για λόγο, φήμη) διαδίδομαι ευρέως («ὑφεῑρπε γὰρ πολύ», Σοφ.)
2. στοχεύω σε κάτι χωρίς να γίνομαι αντιληπτός («πολλῶν θανάτων ἄξιος ὁ ὑφέρπων εὐνὴν τὴν ἐμήν», Φιλόστρ.)
3. μτφ. (με αιτ. προσ.) επιβουλεύομαι κάποιον
4. (στο γ' εν. πρόσ.) ὑφέρπει
(με υποκ. ουσ. που δηλώνει συναίσθημα και το οποίο συντάσσεται με προσ. αντων. σε αιτ.) κυριεύει, καταλαμβάνει («χαρὰ μ' ὑφέρπει δάκρυον ἐκκαλουμένη», Αισχύλ.).