3,274,313
edits
(6_4) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῠλακτήριος''': -α, -ον, ὁ χρησιμεύων πρὸς φύλαξιν, τὰ [[περί]] τι φ. Πλάτ. Νόμ. 842D. | |lstext='''φῠλακτήριος''': -α, -ον, ὁ χρησιμεύων πρὸς φύλαξιν, τὰ [[περί]] τι φ. Πλάτ. Νόμ. 842D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ία, -ον, ΜΑ [[φυλακτήρ]]<br /><b>1.</b> αυτός που χρησιμεύει για [[φύλαξη]], για [[προστασία]] (α. «τοῑς περὶ τὰ τοιαῡτα φυλακτηρίοις τε καὶ ἐπιστάταις ὀργάνων», <b>Πλάτ.</b> β. «[[φυλακτήριος]] τῶν συνειληφυιῶν», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[φυλακτήριον]]<br />α) [[μέσο]] προστασίας, προφύλαξης από [[κάτι]] [[κακό]] (α. «τῶν ἀχράντων τοῡ Χριστοῡ μυστηρίων μεταλαβεῑν, ἀσφαλὲς [[φυλακτήριον]]», Νικ. Ουρ.<br />β. «ἐν τοῑς τῶν ἀγορανόμων νόμοισί τε καὶ φυλακτηρίοις», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) [[φυλαχτό]], περίαπτο, που απομακρύνει τους κινδύνους οι οποίοι απειλούν κάποιον (α. «γυνὴ [[μάντις]] καὶ φυλακτάρεα καὶ ἐπαοιδίας ποιοῡσα», Λεοντ. Νεαπ.<br />θ. «καὶ άντὶ φυλακτηρίου περιάμματι αὑτῷ αἱ γυναῑκες χρῶνται», <b>Πλούτ.</b><br />γ. «φυλακτήρια περίαπτα», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>3.</b> μικρή [[λουρίδα]] με χωρία του μωσαϊκού νόμου γραμμένα [[επάνω]], που έδεναν στο μέτωπό τους οι Ιουδαίοι την ώρα της προσευχής (α. «φυλακτήρια... δελτία ἦν μικρὰ... [[ἅπερ]] ἐφόρουν οἱ τῶν Ἰουδαίων καθηγηταί», Ισίδ. Πηλ.<br />β. «πλατύνουσι γὰρ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν καὶ μεγαλύνουσι τὰ κράσπεδα τῶν ἱματίων αὐτῶν», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />οχυρή [[θέση]], προστατευμένη [[τοποθεσία]] («ὁ Ἄλος [[ποταμός]], ἐπ' ᾧ πύλαι τε ἔπεισι... καὶ [[φυλακτήριον]] μέγα ἐπ' αὐτῷ», <b>Ηρόδ.</b>). | |||
}} | }} |