χερσόβιος: Difference between revisions
From LSJ
νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up
(6_18) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χερσόβιος''': -ον, ὁ ζῶν ἐπὶ τῆς χέρσου, τῆς ξηρᾶς, ἀντίθετον τῷ [[λιμνόβιος]], Ἀετ. Ἀλεξιφ. 36. | |lstext='''χερσόβιος''': -ον, ὁ ζῶν ἐπὶ τῆς χέρσου, τῆς ξηρᾶς, ἀντίθετον τῷ [[λιμνόβιος]], Ἀετ. Ἀλεξιφ. 36. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> αυτός που ζει αποκλειστικά στην [[ξηρά]] («χερσόβιοι οργανισμοί»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ζει στην [[ξηρά]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον λιμνόβιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χέρσος]] <span style="color: red;">+</span> [[βίος]] (<b>πρβλ.</b> <i>λιμνό</i>-<i>βιος</i>, <i>ὑγρό</i>-<i>βιος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A living on dry land, opp. λιμνόβιος, Philum.Ven. 36.1.
German (Pape)
[Seite 1351] auf dem festen Lande lebend, Ggstz λιμνόβιος, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χερσόβιος: -ον, ὁ ζῶν ἐπὶ τῆς χέρσου, τῆς ξηρᾶς, ἀντίθετον τῷ λιμνόβιος, Ἀετ. Ἀλεξιφ. 36.
Greek Monolingual
-ον, ΝΑ
νεοελλ.
βιολ. αυτός που ζει αποκλειστικά στην ξηρά («χερσόβιοι οργανισμοί»)
αρχ.
αυτός που ζει στην ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τον λιμνόβιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + βίος (πρβλ. λιμνό-βιος, ὑγρό-βιος)].