αΐσσω: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
(2) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀΐσσω]] και ἄσσω (αττ. [[ᾄττω]] ή <i>ἄττω</i>) (Α)<br />Ι. <b>ενεργ.</b><br /><b>1.</b> (για [[κάθε]] απότομη ή βίαιη [[κίνηση]]) (και ως [[μέσο]]) κινούμαι ορμητικά, εκσφενδονίζομαι, εξακοντίζομαι, [[ορμώ]], ρίχνομαι<br /><b>2.</b> [[εκπέμπω]] [[λάμψη]], [[λάμπω]], [[αστράφτω]] όπως το φως<br /><b>3.</b> (για οξύ πόνο) [[διαπερνώ]], [[σουβλίζω]]<br /><b>4.</b> (για πτηνά) [[πετώ]] [[γρήγορα]], [[σχίζω]] τον αέρα<br /><b>5.</b> (για σκιές, φαντάσματα <b>κ.λπ.</b>) κινούμαι [[γρήγορα]] και αθόρυβα, [[γλιστρώ]]<br /><b>6.</b> (για δέντρα) αναπτύσσομαι [[γρήγορα]], αυξάνομαι σε ύψος<br /><b>7.</b> στρέφομαι με [[προθυμία]] και ζήλο σε [[κάτι]], [[επιδιώκω]], και <b>μτφ.</b> [[ορμώ]] σε [[κάτι]]<br /><b>8.</b> [[θέτω]] [[κάτι]] σε [[κίνηση]], [[ανακινώ]]<br /><b>9.</b> [[αναγκάζω]], [[βιάζω]]<br /><b>10.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) φέρομαι, παρασύρομαι<br />ΙΙ. <b>παθ.</b><br /><b>1.</b> [[διαφεύγω]], [[ξεφεύγω]], [[γλιστρώ]]<br /><b>2.</b> (για τα μαλλιά) αναδεύομαι, [[κυματίζω]]<br /><b>3.</b> (για κλαδιά [[φυτών]]) [[βλαστάνω]], [[πετώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Λόγω τών προβλημάτων που δημιουργεί η ετυμολόγηση της λ. από τ. <i>Fai</i>-<i>Fικ</i>-<i>yω</i> ([[ρίζα]] <i>Fικ</i>- με αναδιπλασιασμό, που πλησιάζει στο αρχ. ινδ. <i>ve</i>-<i>vij</i>-<i>ya</i>-<i>te</i> «[[οπισθοχωρώ]], [[υποχωρώ]]») ως [[προς]] τη σημασια της λέξεως, [[ανυπαρξία]] του υποτιθεμένου <i>F</i> κ.ά. [[είναι]] προτιμότερο να παραχθεί όπως έχει προταθεί, από τη [[ρίζα]] <i>aιF</i>- του [[αἰόλος]] ( | |mltxt=[[ἀΐσσω]] και ἄσσω (αττ. [[ᾄττω]] ή <i>ἄττω</i>) (Α)<br />Ι. <b>ενεργ.</b><br /><b>1.</b> (για [[κάθε]] απότομη ή βίαιη [[κίνηση]]) (και ως [[μέσο]]) κινούμαι ορμητικά, εκσφενδονίζομαι, εξακοντίζομαι, [[ορμώ]], ρίχνομαι<br /><b>2.</b> [[εκπέμπω]] [[λάμψη]], [[λάμπω]], [[αστράφτω]] όπως το φως<br /><b>3.</b> (για οξύ πόνο) [[διαπερνώ]], [[σουβλίζω]]<br /><b>4.</b> (για πτηνά) [[πετώ]] [[γρήγορα]], [[σχίζω]] τον αέρα<br /><b>5.</b> (για σκιές, φαντάσματα <b>κ.λπ.</b>) κινούμαι [[γρήγορα]] και αθόρυβα, [[γλιστρώ]]<br /><b>6.</b> (για δέντρα) αναπτύσσομαι [[γρήγορα]], αυξάνομαι σε ύψος<br /><b>7.</b> στρέφομαι με [[προθυμία]] και ζήλο σε [[κάτι]], [[επιδιώκω]], και <b>μτφ.</b> [[ορμώ]] σε [[κάτι]]<br /><b>8.</b> [[θέτω]] [[κάτι]] σε [[κίνηση]], [[ανακινώ]]<br /><b>9.</b> [[αναγκάζω]], [[βιάζω]]<br /><b>10.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) φέρομαι, παρασύρομαι<br />ΙΙ. <b>παθ.</b><br /><b>1.</b> [[διαφεύγω]], [[ξεφεύγω]], [[γλιστρώ]]<br /><b>2.</b> (για τα μαλλιά) αναδεύομαι, [[κυματίζω]]<br /><b>3.</b> (για κλαδιά [[φυτών]]) [[βλαστάνω]], [[πετώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Λόγω τών προβλημάτων που δημιουργεί η ετυμολόγηση της λ. από τ. <i>Fai</i>-<i>Fικ</i>-<i>yω</i> ([[ρίζα]] <i>Fικ</i>- με αναδιπλασιασμό, που πλησιάζει στο αρχ. ινδ. <i>ve</i>-<i>vij</i>-<i>ya</i>-<i>te</i> «[[οπισθοχωρώ]], [[υποχωρώ]]») ως [[προς]] τη σημασια της λέξεως, [[ανυπαρξία]] του υποτιθεμένου <i>F</i> κ.ά. [[είναι]] προτιμότερο να παραχθεί όπως έχει προταθεί, από τη [[ρίζα]] <i>aιF</i>- του [[αἰόλος]] (πρβλ. [[κορυθαίολος]] και [[κορυθάιξ]]), [[ήτοι]] [[ἀίσσω]] <span style="color: red;"><</span> <i>aiF</i>-<i>ῑκ</i>-<i>yω</i> (με [[επίθημα]] -<i>ῑκ</i>- που βρίσκουμε και στο <i>φοιν</i>-<i>ῑκ</i>-<i>ς</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἄΐγδην</i>, [[ἀϊκή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀν</i>-[[αΐσσω]], <i>ἀπ</i>-[[αΐσσω]], <i>δι</i>-[[αΐσσω]], <i>ἐπ</i>-[[αΐσσω]], <i>κορυθ</i>-<i>άιξ</i>, <i>μετ</i>-[[αΐσσω]], <i>παρ</i>-[[αΐσσω]], <i>πολυ</i>-<i>άιξ</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:45, 23 December 2018
Greek Monolingual
ἀΐσσω και ἄσσω (αττ. ᾄττω ή ἄττω) (Α)
Ι. ενεργ.
1. (για κάθε απότομη ή βίαιη κίνηση) (και ως μέσο) κινούμαι ορμητικά, εκσφενδονίζομαι, εξακοντίζομαι, ορμώ, ρίχνομαι
2. εκπέμπω λάμψη, λάμπω, αστράφτω όπως το φως
3. (για οξύ πόνο) διαπερνώ, σουβλίζω
4. (για πτηνά) πετώ γρήγορα, σχίζω τον αέρα
5. (για σκιές, φαντάσματα κ.λπ.) κινούμαι γρήγορα και αθόρυβα, γλιστρώ
6. (για δέντρα) αναπτύσσομαι γρήγορα, αυξάνομαι σε ύψος
7. στρέφομαι με προθυμία και ζήλο σε κάτι, επιδιώκω, και μτφ. ορμώ σε κάτι
8. θέτω κάτι σε κίνηση, ανακινώ
9. αναγκάζω, βιάζω
10. (με παθ. σημ.) φέρομαι, παρασύρομαι
ΙΙ. παθ.
1. διαφεύγω, ξεφεύγω, γλιστρώ
2. (για τα μαλλιά) αναδεύομαι, κυματίζω
3. (για κλαδιά φυτών) βλαστάνω, πετώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Λόγω τών προβλημάτων που δημιουργεί η ετυμολόγηση της λ. από τ. Fai-Fικ-yω (ρίζα Fικ- με αναδιπλασιασμό, που πλησιάζει στο αρχ. ινδ. ve-vij-ya-te «οπισθοχωρώ, υποχωρώ») ως προς τη σημασια της λέξεως, ανυπαρξία του υποτιθεμένου F κ.ά. είναι προτιμότερο να παραχθεί όπως έχει προταθεί, από τη ρίζα aιF- του αἰόλος (πρβλ. κορυθαίολος και κορυθάιξ), ήτοι ἀίσσω < aiF-ῑκ-yω (με επίθημα -ῑκ- που βρίσκουμε και στο φοιν-ῑκ-ς).
ΠΑΡ. αρχ. ἄΐγδην, ἀϊκή.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀν-αΐσσω, ἀπ-αΐσσω, δι-αΐσσω, ἐπ-αΐσσω, κορυθ-άιξ, μετ-αΐσσω, παρ-αΐσσω, πολυ-άιξ].