αγγειογραφία: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(1)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και αγγειογραφική, η [[αγγειογράφος]]<br />η [[τέχνη]] της διακοσμήσεως τών αγγείων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> [[αγγείο]] <span style="color: red;">+</span> -[[γραφία]], <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>angiography</i>].
|mltxt=και αγγειογραφική, η [[αγγειογράφος]]<br />η [[τέχνη]] της διακοσμήσεως τών αγγείων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> [[αγγείο]] <span style="color: red;">+</span> -[[γραφία]], πρβλ. αγγλ. <i>angiography</i>].
}}
}}

Revision as of 08:55, 23 December 2018

Greek Monolingual

και αγγειογραφική, η αγγειογράφος
η τέχνη της διακοσμήσεως τών αγγείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αγγείο + -γραφία, πρβλ. αγγλ. angiography].