ανάντης: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816
(3)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[ἀνάντης]])<br />[[ανηφορικός]], [[ανοδικός]], [[απότομος]] (αντίθ. [[κατάντης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που προκαλεί δυσκολίες, [[αντίξοος]], [[αντίθετος]], [[δύσκολος]], [[δυσμενής]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἄναντες</i>, η [[δυσκολία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που βρίσκεται στο ύψιστο [[σημείο]] «πρὸς τὸ ἄναντες τῶν πολιτειῶν» (<b>Πλάτ.</b> <i>Φαίδρ</i>. 247b).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>άντης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και [[ἐξάντης]], [[ἐπάντης]], [[κατάντης]], [[προσάντης]]) <span style="color: red;"><</span> θ. -<i>αντ</i>-<i>εσ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>αντ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἄντα]], [[ἄντην]], <i>ἄντι</i>)].
|mltxt=-ες (Α [[ἀνάντης]])<br />[[ανηφορικός]], [[ανοδικός]], [[απότομος]] (αντίθ. [[κατάντης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που προκαλεί δυσκολίες, [[αντίξοος]], [[αντίθετος]], [[δύσκολος]], [[δυσμενής]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἄναντες</i>, η [[δυσκολία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που βρίσκεται στο ύψιστο [[σημείο]] «πρὸς τὸ ἄναντες τῶν πολιτειῶν» (<b>Πλάτ.</b> <i>Φαίδρ</i>. 247b).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>άντης</i> (πρβλ. και [[ἐξάντης]], [[ἐπάντης]], [[κατάντης]], [[προσάντης]]) <span style="color: red;"><</span> θ. -<i>αντ</i>-<i>εσ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>αντ</i>- (πρβλ. [[ἄντα]], [[ἄντην]], <i>ἄντι</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 23 December 2018

Greek Monolingual

-ες (Α ἀνάντης)
ανηφορικός, ανοδικός, απότομος (αντίθ. κατάντης)
νεοελλ.
αυτός που προκαλεί δυσκολίες, αντίξοος, αντίθετος, δύσκολος, δυσμενής
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄναντες, η δυσκολία
αρχ.
αυτός που βρίσκεται στο ύψιστο σημείο «πρὸς τὸ ἄναντες τῶν πολιτειῶν» (Πλάτ. Φαίδρ. 247b).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α)- + -άντης (πρβλ. και ἐξάντης, ἐπάντης, κατάντης, προσάντης) < θ. -αντ-εσ- < αντ- (πρβλ. ἄντα, ἄντην, ἄντι)].