ἄδηκτος: Difference between revisions
ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head
(big3_1) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [comp. ἀδηκτότερος Gal.14.436]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no mordido]] ἀδηκτοτάτη πέλεται ... ὕλη (es cuando) menos atacada (por gusanos) resulta la madera</i> Hes.<i>Op</i>.420.<br /><b class="num">2</b> [[invulnerable a las mordeduras venenosas]] κάμπαι ... ἐπιχριόμεναι σὺν ἐλαίῳ ἀδήκτους ὑπὸ τῶν ἰοβόλων φυλάσσειν λέγονται Dsc.2.60, (ἔχιον) οὐ μόνον τοῖς δηχθεῖσιν ὑπὸ ἑρπετῶν βοηθεῖ ... ἀλλὰ καὶ τοὺς προπιόντας ἀδήκτους τηρεῖ Dsc.4.27, cf. Dsc.3.83.2, <i>Cyran</i>.5.18.4.<br /><b class="num">3</b> fig. [[inmune]] παθητικοῖς [τοιού] τοις Phld.<i>D</i>.3.fr.81.1, cf. Plu.2.864c, Eun.<i>VS</i> 495.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[que no muerde]], [[que no pica o irrita]] φάρμακα Hp.<i>Mul</i>.1.11, cf. Gal.10.199, 14.436, del aceite no onfacino, Dsc.1.30, [[γλισχρότης]] Gal.6.634.<br /><b class="num">2</b> fig. [[no estimulante]] Aret.<i>CA</i> 1.10.13.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[sin sentir molestia]], [[irritación]] Plu.2.448a, <i>Pomp</i>.2, M.Ant.11.18.4, Phld.<i>Mort</i>.34.11.<br /><b class="num">2</b> [[sin ser afectado]] (por pasiones, etc.) ἀ. ἔχειν Epicur.<i>Fr</i>.[27] 1.10. | |dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [comp. ἀδηκτότερος Gal.14.436]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no mordido]] ἀδηκτοτάτη πέλεται ... ὕλη (es cuando) menos atacada (por gusanos) resulta la madera</i> Hes.<i>Op</i>.420.<br /><b class="num">2</b> [[invulnerable a las mordeduras venenosas]] κάμπαι ... ἐπιχριόμεναι σὺν ἐλαίῳ ἀδήκτους ὑπὸ τῶν ἰοβόλων φυλάσσειν λέγονται Dsc.2.60, (ἔχιον) οὐ μόνον τοῖς δηχθεῖσιν ὑπὸ ἑρπετῶν βοηθεῖ ... ἀλλὰ καὶ τοὺς προπιόντας ἀδήκτους τηρεῖ Dsc.4.27, cf. Dsc.3.83.2, <i>Cyran</i>.5.18.4.<br /><b class="num">3</b> fig. [[inmune]] παθητικοῖς [τοιού] τοις Phld.<i>D</i>.3.fr.81.1, cf. Plu.2.864c, Eun.<i>VS</i> 495.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[que no muerde]], [[que no pica o irrita]] φάρμακα Hp.<i>Mul</i>.1.11, cf. Gal.10.199, 14.436, del aceite no onfacino, Dsc.1.30, [[γλισχρότης]] Gal.6.634.<br /><b class="num">2</b> fig. [[no estimulante]] Aret.<i>CA</i> 1.10.13.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[sin sentir molestia]], [[irritación]] Plu.2.448a, <i>Pomp</i>.2, M.Ant.11.18.4, Phld.<i>Mort</i>.34.11.<br /><b class="num">2</b> [[sin ser afectado]] (por pasiones, etc.) ἀ. ἔχειν Epicur.<i>Fr</i>.[27] 1.10. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄδηκτος:''' -ον ([[δάκνω]]), [[αδάγκωτος]], [[αδιάβρωτος]] ή αυτός που δεν έχει φαγωθεί από σκουλήκια, σε Ησίοδ. (στον υπερθ. <i>ἀδηκτοτάτη</i>)· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:09, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (δάκνω)
A not gnawed or worm-eaten, Hes.Op.420 (Sup.); not bitten, Dsc.2.60,al. 2 metaph., unmolested, Phld. D.3Fr.81, Plu.2.864c. Adv. -τως ib.448a. 3 unaffected, untouched, by love, anger, etc., in Adv. -τως, Phld.Mort.34, Plu.Pomp. 2, M.Ant.11.18, Eun.VSp.495B. II Act., not biting or pungent, Hp.Mul.1.11, Dsc.1.30: Comp. -ότερος less stimulating, Aret. CA1.10.
German (Pape)
[Seite 33] nicht gebissen, ὕλη ἀδηκτοτάτη Hes. O. 418, am wenigsten von Würmern angefressen; übertr., οὐδὲ τοῦτο ἄδηκτον παρῆκε Plut. Her. malign. 30, ungeschmäht; ψυχή, ungekränkt, M. Anton. 11, 18. – Adv., ἀδήκτως ἀπελθεῖν Plut. Pomp. 2; – act., nicht beißend, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδηκτος: -ον, (δάκνω) ὁ μὴ δηχθείς, ὁ μὴ καταβρωθεὶς ὑπὸ σκωλήκων (κυρίως ἐπὶ ξύλων), Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 418 (ἐν τῷ ὑπερθ. ἀδηκτοτάτη), Διοσκ. 2. 64, καὶ ἀλλ. - Ἐπίρρ., -τως, Πλουτ. Πομπ. 2. 2) μεταφ., ἀβλαβής, ὃν δὲν ἐπέπληξέ τις, Πλούτ. 2. 864C. - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. 448Α· ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ δάκνων, οὐχὶ δηκτικός, Ἱππ. 596. 4, Διοσκ. 1. 29, πρβλ. Schäf. Εὐρ. Ἑκ. 1117.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non mordu, d’où
1 non déchiré, non attaqué;
2 sans atteinte ; sans regret.
Étymologie: ἀ, δάκνω.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [comp. ἀδηκτότερος Gal.14.436]
I 1no mordido ἀδηκτοτάτη πέλεται ... ὕλη (es cuando) menos atacada (por gusanos) resulta la madera Hes.Op.420.
2 invulnerable a las mordeduras venenosas κάμπαι ... ἐπιχριόμεναι σὺν ἐλαίῳ ἀδήκτους ὑπὸ τῶν ἰοβόλων φυλάσσειν λέγονται Dsc.2.60, (ἔχιον) οὐ μόνον τοῖς δηχθεῖσιν ὑπὸ ἑρπετῶν βοηθεῖ ... ἀλλὰ καὶ τοὺς προπιόντας ἀδήκτους τηρεῖ Dsc.4.27, cf. Dsc.3.83.2, Cyran.5.18.4.
3 fig. inmune παθητικοῖς [τοιού] τοις Phld.D.3.fr.81.1, cf. Plu.2.864c, Eun.VS 495.
II 1que no muerde, que no pica o irrita φάρμακα Hp.Mul.1.11, cf. Gal.10.199, 14.436, del aceite no onfacino, Dsc.1.30, γλισχρότης Gal.6.634.
2 fig. no estimulante Aret.CA 1.10.13.
III adv. -ως
1 sin sentir molestia, irritación Plu.2.448a, Pomp.2, M.Ant.11.18.4, Phld.Mort.34.11.
2 sin ser afectado (por pasiones, etc.) ἀ. ἔχειν Epicur.Fr.[27] 1.10.
Greek Monotonic
ἄδηκτος: -ον (δάκνω), αδάγκωτος, αδιάβρωτος ή αυτός που δεν έχει φαγωθεί από σκουλήκια, σε Ησίοδ. (στον υπερθ. ἀδηκτοτάτη)· επίρρ. -τως, σε Πλούτ.