ἀγορητύς: Difference between revisions
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
(big3_1) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ύος, ἡ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[elocuencia]] οὐ πάντεσσι θεοὶ ... διδοῦσιν ἀνδράσιν ... ἀγορητύν <i>Od</i>.8.168. | |dgtxt=-ύος, ἡ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[elocuencia]] οὐ πάντεσσι θεοὶ ... διδοῦσιν ἀνδράσιν ... ἀγορητύν <i>Od</i>.8.168. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀγορητύς:''' -ύος, ἡ ([[ἀγοράομαι]]), [[χάρισμα]] λόγου, [[ρητορική]] [[δεινότητα]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ύος, ἡ,
A eloquence, Od.8.168.—Ep. word.
German (Pape)
[Seite 21] ύος, ἡ, Beredtsamkeit, Hom. nur Od. 8, 168.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγορητύς: -ύος, ἡ, τὸ χάρισμα τοῦ λόγου, ῥητορικὴ δεινότης, εὐγλωττία, Ὀδ. Θ. 168. Ἐπ. λέξ.
French (Bailly abrégé)
ύος (ἡ) :
talent de parler en public, éloquence.
Étymologie: ἀγοράομαι.
English (Autenrieth)
gift of speaking, eloquence, Od. 8.168†.
Spanish (DGE)
-ύος, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
elocuencia οὐ πάντεσσι θεοὶ ... διδοῦσιν ἀνδράσιν ... ἀγορητύν Od.8.168.
Greek Monotonic
ἀγορητύς: -ύος, ἡ (ἀγοράομαι), χάρισμα λόγου, ρητορική δεινότητα, σε Ομήρ. Οδ.