ἀγμός: Difference between revisions

From LSJ

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287
(big3_1)
(2)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[rompiente]], [[acantilado]] κοιλωπὸς [[ἀγμός]] E.<i>IT</i> 263<br /><b class="num">•</b>[[monte]], [[pico]] διὰ ... νάπης ἀγμῶν τ' ἐπήδων E.<i>Ba</i>.1094, κοίλη τε φάραγξ καὶ τρηχέες ἀγμοί Nic.<i>Th</i>.146, κνώδαλα ... ἀεὶ περιβόσκεται ἀγμούς Nic.<i>Al</i>.391, cf. St.Byz.s.u. Ὄαξος.<br /><b class="num">2</b> [[fractura]] περὶ ἀγμῶν tít. de una obra de Hp., Gal.18(2).323.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἄγνυμι]].
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[rompiente]], [[acantilado]] κοιλωπὸς [[ἀγμός]] E.<i>IT</i> 263<br /><b class="num">•</b>[[monte]], [[pico]] διὰ ... νάπης ἀγμῶν τ' ἐπήδων E.<i>Ba</i>.1094, κοίλη τε φάραγξ καὶ τρηχέες ἀγμοί Nic.<i>Th</i>.146, κνώδαλα ... ἀεὶ περιβόσκεται ἀγμούς Nic.<i>Al</i>.391, cf. St.Byz.s.u. Ὄαξος.<br /><b class="num">2</b> [[fractura]] περὶ ἀγμῶν tít. de una obra de Hp., Gal.18(2).323.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἄγνυμι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀγμός:''' ὁ ([[ἄγνυμι]]), [[ρήγμα]] βράχου, γκρεμού, [[απότομος]] [[βράχος]], [[σπηλιά]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 17:18, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγμός Medium diacritics: ἀγμός Low diacritics: αγμός Capitals: ΑΓΜΟΣ
Transliteration A: agmós Transliteration B: agmos Transliteration C: agmos Beta Code: a)gmo/s

English (LSJ)

ὁ, (ἄγνυμι)

   A fracture of a bone, περὶἀγμῶν, title of treatise by Hp., etc.    II broken cliff, crag, E.IT263; pl., Id.Ba.1094, Nic.Al.391, St.Byz. s.v. Ὀαξός.

German (Pape)

[Seite 17] ὁ, 1) Bruch, Med. – 2) plur. jähe Abhänge, Klüfte, Eur. Bacch. 1094; Nic. Th. 146; τρηχέες Al. 651, Ufer.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγμός: ὁ, (ἄγνυμι) κάταγμα, θραῦσις ὀστοῦ· Περὶ ἀγμῶν, ἐπιγραφὴ συγγράματός τινος τοῦ Ἱπποκρ. ΙΙ. κοιλωτὸν ῥῆγμα κρημνοῦ, κοινῶς «σπηλῃά», Εὐρ. Ι. Τ. 263· κατὰ πληθ., ὁ αὐτ. Βάκχ. 1094, Νικ. Ἀλεξιφ. 391.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
lieux abrupts, escarpés.
Étymologie: ἄγνυμι.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 rompiente, acantilado κοιλωπὸς ἀγμός E.IT 263
monte, pico διὰ ... νάπης ἀγμῶν τ' ἐπήδων E.Ba.1094, κοίλη τε φάραγξ καὶ τρηχέες ἀγμοί Nic.Th.146, κνώδαλα ... ἀεὶ περιβόσκεται ἀγμούς Nic.Al.391, cf. St.Byz.s.u. Ὄαξος.
2 fractura περὶ ἀγμῶν tít. de una obra de Hp., Gal.18(2).323.

• Etimología: Cf. ἄγνυμι.

Greek Monotonic

ἀγμός: ὁ (ἄγνυμι), ρήγμα βράχου, γκρεμού, απότομος βράχος, σπηλιά, σε Ευρ.