ἀκάκης: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(2)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκάκης]] και Δωρικά <i>ἀκάκας</i>, ο (Α)<br />[[άκακος]], [[αθώος]], [[πράος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για αρχαιότερο του [[ἄκακος]] τύπο επιθέτου σε <i>ᾱ</i> / <i>η</i> (<i>ἀκάκᾱς</i> / [[ἀκάκης]]), που δεν προήλθε από μεταπλασμό του [[ἄκακος]] για μετρικούς λόγους, [[αλλά]] αποτελούσε [[μάλλον]] όρο της τελετουργικής γλώσσας. Πρβλ. και τους συναφείς τύπους [[ἀκάκητα]], <i>Ἀκακήσιος</i>].
|mltxt=[[ἀκάκης]] και Δωρικά <i>ἀκάκας</i>, ο (Α)<br />[[άκακος]], [[αθώος]], [[πράος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για αρχαιότερο του [[ἄκακος]] τύπο επιθέτου σε <i>ᾱ</i> / <i>η</i> (<i>ἀκάκᾱς</i> / [[ἀκάκης]]), που δεν προήλθε από μεταπλασμό του [[ἄκακος]] για μετρικούς λόγους, [[αλλά]] αποτελούσε [[μάλλον]] όρο της τελετουργικής γλώσσας. Πρβλ. και τους συναφείς τύπους [[ἀκάκητα]], <i>Ἀκακήσιος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκάκης:''' Δωρ. [[ἀκάκας]], [ᾰκᾰκ] <i>ὁ</i>, ποιητ. αντί [[ἄκακος]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 17:30, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκάκης Medium diacritics: ἀκάκης Low diacritics: ακάκης Capitals: ΑΚΑΚΗΣ
Transliteration A: akákēs Transliteration B: akakēs Transliteration C: akakis Beta Code: a)ka/khs

English (LSJ)

Dor. ἀκάκας [ᾰκᾰκ], ὁ, poet. form of ἄκακος, A.Pers.855 (lyr.); epith. of Hades, IG7.117.3 (Megara).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκάκης: Δωρ. ἀκάκας, [ᾰκᾰκ-], ὁ, ποιητικὸς τύπος τοῦ ἄκακος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 855. (λυρ.)· ἐπίθ. τοῦ ᾍδου, Συλλ. Ἐπιγρ. 1067· πρβλ. ἀκάκητα.

Spanish (DGE)

-ου

• Alolema(s): dór. ἀκάκᾱς

• Prosodia: [-κᾰ-]
benéfico ἀ. ἄμαχος βασιλεύς A.Pers.855, de Hades IG 7.117.3 (Mégara, imper.).

Greek Monolingual

ἀκάκης και Δωρικά ἀκάκας, ο (Α)
άκακος, αθώος, πράος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαιότερο του ἄκακος τύπο επιθέτου σε / η (ἀκάκᾱς / ἀκάκης), που δεν προήλθε από μεταπλασμό του ἄκακος για μετρικούς λόγους, αλλά αποτελούσε μάλλον όρο της τελετουργικής γλώσσας. Πρβλ. και τους συναφείς τύπους ἀκάκητα, Ἀκακήσιος].

Greek Monotonic

ἀκάκης: Δωρ. ἀκάκας, [ᾰκᾰκ] , ποιητ. αντί ἄκακος, σε Αισχύλ.