ἀκοίτης: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
(2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκοίτης]], ο (θηλ. [[ἄκοιτις]], -ιος) (Α)<br />αυτός που έχει την [[ίδια]] [[κοίτη]], το ίδιο [[κρεβάτι]] με άλλον, [[ομόκλινος]], [[σύζυγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- αθροιστ. <span style="color: red;">+</span> [[κοίτη]] «[[κλίνη]]», <b>[[πρβλ]].</b> [[ἄλοχος]].
|mltxt=[[ἀκοίτης]], ο (θηλ. [[ἄκοιτις]], -ιος) (Α)<br />αυτός που έχει την [[ίδια]] [[κοίτη]], το ίδιο [[κρεβάτι]] με άλλον, [[ομόκλινος]], [[σύζυγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- αθροιστ. <span style="color: red;">+</span> [[κοίτη]] «[[κλίνη]]», <b>[[πρβλ]].</b> [[ἄλοχος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκοίτης:''' -ουὁ (α αθροιστικό [[κοίτη]], πρβλ. [[ἄλοχος]]), [[ομόκλινος]], [[σύνευνος]], αυτός που κοιμάται στο ίδιο [[κρεβάτι]], [[σύζυγος]]· και θηλ. [[ἄκοιτις]], <i>-ιος</i>, <i>ἡ</i>, [[σύζυγος]], [[γυναίκα]], σε Όμηρ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 17:33, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκοίτης Medium diacritics: ἀκοίτης Low diacritics: ακοίτης Capitals: ΑΚΟΙΤΗΣ
Transliteration A: akoítēs Transliteration B: akoitēs Transliteration C: akoitis Beta Code: a)koi/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (ἀ- copul., κοίτη, cf. Pl.Cra.405d)

   A bedfellow, husband, Il.15.91, Od.5.120, Pi.N.5.28, S.Tr.525, E.El.166 (lyr.):— fem. ἄκοιτις, ιος, ἡ, wife, Il.3.138, B.5.169, A.Pers.684, etc.—Poet. words.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκοίτης: -ου, ὁ, (ᾰ ἀθροιστ. κοίτη· πρβλ. ἄλοχος), ὁ ὁμοκοίτης, σύνευνος, σύζυγος, Ἰλ. Ο. 91, Ὀδ. Ε. 120, Πινδ. Ν. 5. 51, Σοφ. Τρ. 525, Εὐρ.: ― θηλ. ἄκοιτις, ιος, ἡ, γυνή, σύζυγος, Ἰλ. Γ. 138, Πίνδ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 684, Σοφ., Εὐρ. ― Ποιητικαὶ λέξεις, Πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 405C.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
époux.
Étymologie: ἀ- cop., κοίτη.

English (Autenrieth)

(κοίτη): husband, consort, spouse.

Greek Monolingual

ἀκοίτης, ο (θηλ. ἄκοιτις, -ιος) (Α)
αυτός που έχει την ίδια κοίτη, το ίδιο κρεβάτι με άλλον, ομόκλινος, σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - αθροιστ. + κοίτη «κλίνη», πρβλ. ἄλοχος.

Greek Monotonic

ἀκοίτης: -ουὁ (α αθροιστικό κοίτη, πρβλ. ἄλοχος), ομόκλινος, σύνευνος, αυτός που κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι, σύζυγος· και θηλ. ἄκοιτις, -ιος, , σύζυγος, γυναίκα, σε Όμηρ. κ.λπ.