ἀκρόνυχος: Difference between revisions
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
(2) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκρόνυχος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει στην [[αρχή]] της νύκτας, στο [[σούρουπο]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἀκρόνυχον</i><br />όταν πέφτει η [[νύχτα]], στο [[δειλινό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>νυχος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>νὺξ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἀκρόνυκτος]], [[ἀκρονύκτιος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[ἀκρονυχία]]. | |mltxt=[[ἀκρόνυχος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει στην [[αρχή]] της νύκτας, στο [[σούρουπο]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἀκρόνυχον</i><br />όταν πέφτει η [[νύχτα]], στο [[δειλινό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>νυχος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>νὺξ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἀκρόνυκτος]], [[ἀκρονύκτιος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[ἀκρονυχία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀκρόνῠχος:''' -ον ([[νύξ]]), στην [[αρχή]] της νύχτας, προς το [[βραδάκι]], σε Θεόκρ. κ.λπ.<br /><b class="num">• ἀκρόνῠχος:</b> -ον ([[ὄνυξ]]) = [[ἀκρώνυχος]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:36, 30 December 2018
English (LSJ)
(A), ον,
A at nightfall, ἄνεμοι Arist.Mete.367b26; ἀνατολαί Thphr.Sign.2; φάσεις Procl.Hyp.5.66; σφάζων ἀκρόνυχος Theoc.Beren.3, cf. Nic. Th.761:—neut. as Adv., Arist.Pr.942a23. (Written ἀκρώνυχος in PHib.27 (iii B. C.).)
ἀκρ-όνῠχος (B), ον,
A = ἀκρώνυχος, AP6.103 (Phil.), Q.S.8.157.
German (Pape)
[Seite 84] (s. ἀκρώνυχος), leicht berührend, κανών Phil. 15 (VI, 103); zw. bei Qu. Sm. 8, 157. am Anfange der Nacht, Arist. Probl. 26, 18; Theocr. frg. Beren. 3 u. sp. D., wie λύχνοι ἀκρ. Nic. Th. 766; ἀνατολαί, Spätaufgang (ὅταν ἅμα δυομένῳ ἡλίῳ ἀνατέλλῃ), Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρόνῠχος: -ον, κατὰ τὴν ἀρχὴν τῆς νυκτός, πρὸς ἑσπέραν, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8. 28, Θεόφρ. περὶ σημείων ὑδάτ. 1. 2, Θεόκρ. 31. 3, Νικ. Θ. 761: ― τὸ οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ. Ἀριστ. Προβλ. 26. 18.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
au commencement de la nuit.
Étymologie: ἄκρος, νύξ.
2ος, ον :
c. ἀκρώνυχος.
Spanish (DGE)
(ἀκρόνῠχος) -ον
• Grafía: graf. ἀκρών- PHib.27.56 (III a.C.), PMich.149.11.10
1 vespertino ἀνατολαί Thphr.Sign.2, φάσεις Procl.Hyp.5.66, δειπνητός Nic.Th.761, Πέλειαι (identif. con las Πλειάδες) Posidipp.Epigr.39, del planeta Júpiter Ζεύς Nonn.D.6.244, cf. Chal.Comm.71, Cat.Cod.Astr.8(2).84.5, astrol. en PMich.l.c.
•neutr. como adv. ἄνεμος γίνεται ... ἀκρόνυχον Arist.Pr.942a23, cf. Arist.Mete.367b26.
2 pred. trad. como adv. al anochecer de ritos σφάζων ἀκρόνυχος Theoc.Fr.3.3, Ἀρκτοῦρος ἀ. ἐπιτέλλει PHib.l.c., cf. 67
•subst. ἐν τοῖς ἀκρωνύχοις en las ceremonias o ritos vespertinos, Milet 1(7).205a.
v. 2 ἀκρώνυχος.
Greek Monolingual
ἀκρόνυχος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει στην αρχή της νύκτας, στο σούρουπο
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀκρόνυχον
όταν πέφτει η νύχτα, στο δειλινό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -νυχος < νὺξ (πρβλ. ἀκρόνυκτος, ἀκρονύκτιος).
ΠΑΡ. μσν. ἀκρονυχία.
Greek Monotonic
ἀκρόνῠχος: -ον (νύξ), στην αρχή της νύχτας, προς το βραδάκι, σε Θεόκρ. κ.λπ.
• ἀκρόνῠχος: -ον (ὄνυξ) = ἀκρώνυχος, σε Ανθ.