ἄκακος: Difference between revisions
(2) |
(2) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄκακος]], -ον)<br /><b>1.</b> ο [[δίχως]] [[κακία]], [[άδολος]], [[καλοκάγαθος]]<br /><b>2.</b> [[απλοϊκός]], [[αφελής]], [[εύπιστος]]<br /><b>3.</b> [[αβλαβής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κακός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀκακία]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκακοποιός]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἄκακος]], -ον)<br /><b>1.</b> ο [[δίχως]] [[κακία]], [[άδολος]], [[καλοκάγαθος]]<br /><b>2.</b> [[απλοϊκός]], [[αφελής]], [[εύπιστος]]<br /><b>3.</b> [[αβλαβής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κακός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀκακία]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκακοποιός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄκᾰκος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που δεν ξέρει το [[κακό]], [[άδολος]], [[αθώος]], [[πράος]], σε Αισχύλ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[απλοϊκός]], [[αφελής]], σε Δημ.· επίρρ. -[[κως]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A unknowing of ill, guileless, A.Pers.663 (lyr.), Pl.Ti. 91d, Ep.Rom.16.18. 2 innocent, simple (cf. εὐήθης), D.47.46, 82; ἄ. ἀνθρώπων τρόπος Anaxil.33. Adv. -κως D.47.50. II unharmed, Sapph.149. 2 unadulterated, POxy.142 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 67] nicht böse, Aesch. Pers. 653; gutmüthig, τρόπος ἀνθρώπου Anaxil. Ath. VI, 254 c; Plat. Tim. 91 d, mit dem Nebenbegriff des Einfältigen. Alc. 2, 140 c, in Vrbdg mit ἄπειρος u. ἐνεός. Dem ἐξαπατήσας steht, s. Dem. 47, 46 gegenüber; bei Diod. ep. (V, 122) neben ἤπιος. – Adv. Dem. in derselben Rede; Pol., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκᾰκος: -ον, ὁ μὴ γινώσκων τὸ κακόν, ἀθῷος, εὐμενής, πρᾶος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 664, Πλάτ. Τίμ. 91D. 2) ἁπλοϊκός, πολὺ ὅμοιον τῷ εὐήθης καὶ ἁπλοῦς, Δημ. 1153, 11., 1164. 13· ἀκ. ἀνθρώπων τρόπος, Ἀναξιλ. Ἄδηλ. 1. - Ἐπίρρ. -κως, Δημ. 1154. 18.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans méchanceté;
2 sans malice, ingénu, simple.
Étymologie: ἀ, κακός.
Spanish (DGE)
(ἄκᾰκος) -ον
I 1indemne, no dañado Sapph.171.
2 puro, no adulterado del trigo POxy.142.5 (VI d.C.).
II 1benéfico, benigno, sin malicia βάσκε πάτερ ἄκακε Δαριάν A.Pers.663, 671.
2 cándido, inocente ἄνδρες Pl.Ti.91d, παιδίσκη Men.Her.19, κόρη Men.Dysc.222, ἄ. καὶ νέος Plb.31.11.7, ἀκολάστου πανουργότερος γίνεται ὁ ἄ. LXX Pr.21.11, τρόπος Anaxil.32.2, cf. Pl.Alc.2.140c, D.47.46, 82, D.C.72.1.1, D.S.13.76, Ph.2.228
•en epitafios ψυχή IUrb.Rom.1016 (imper.), ᾤχετο πρὸς φθιμένους, παῖς νέος ὢν ἄ. IEphesos 2102.14 (imper.), cf. TAM 2.1147 (Olimpo)
•subst. οἱ ἄ. Ep.Rom.16.18
•compar. ἀκακώτερον ἢ στρατηγικώτερον αὑτῷ χρησάμενος Plb.10.32.7.
III adv. -ως sin malicia, inocentemente, cándidamente D.47.50, Ἐπιδαμνίων ... <ἀ>κάκως ... αὐτοὺς παραδεξαμένων Plb.2.9.3, θεᾶσθαι Plb.8.29.8, ἀ. καὶ παιδικῶς Plu.Thes.8.
English (Abbott-Smith)
ἄκακος, -ον, [in LXX for פְּתִי, תָּם, etc.;]
(a)as in cl. (Æsch., Plat., al.), of persons, simple, guileless: Ro 16:18, He 7:26 (cf. Cremer, 327);
(b)of things, undamaged (? MM, VGT, s.v.). †
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and κακός; not bad, i.e. (objectively) innocent or (subjectively) unsuspecting: harmless, simple.
English (Thayer)
(κακός);
a. without guile or fraud, harmless; free from guilt: Lightfoot S. Clement of Rome etc., p. 219): ἄκακος ὁ πατήρ πνεῦμα ἔδωκεν ἄκακον).
b. fearing no evil from others, distrusting no one, (cf. English guileless): Aeschylus) Plato, Demosthenes, Polybius, others; the Sept.) (Cf. Trench, § lvi.; Tittmann i., p. 27f.)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄκακος, -ον)
1. ο δίχως κακία, άδολος, καλοκάγαθος
2. απλοϊκός, αφελής, εύπιστος
3. αβλαβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κακός.
ΠΑΡ. ἀκακία.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀκακοποιός.
Greek Monotonic
ἄκᾰκος: -ον, 1. αυτός που δεν ξέρει το κακό, άδολος, αθώος, πράος, σε Αισχύλ., Πλάτ.
2. απλοϊκός, αφελής, σε Δημ.· επίρρ. -κως, στον ίδ.