ἀληθής: Difference between revisions
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
(2) |
(2) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[ἀληθής]])<br /><b>1.</b> ο μη [[κρυφός]], [[φανερός]], [[ακριβής]], [[αψευδής]], [[ορθός]], [[σύμφωνος]] με τα πράγματα<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) αυτός που λέει την [[αλήθεια]], ο [[φιλαλήθης]]<br /><b>3.</b> (για πράγματα) αυτός που ειπώθηκε με [[ειλικρίνεια]], ο [[αληθινός]]<br /><b>4.</b> (για πρόσωπα, έννοιες και πράγματα) αυτός που πραγματικά υπάρχει, [[γνήσιος]], [[αυθεντικός]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀληθές</i><br />η [[αλήθεια]]<br /><b>6.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἀληθῶς</i><br />πραγματικά, ειλικρινά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν ξεχνά, [[επιμελής]], [[προσεχτικός]]<br /><b>2.</b> (για χρησμούς, όνειρα <b>κ.λπ.</b>) αυτός που επαληθεύεται, που εκπληρώνεται<br /><b>3.</b> (το ουδέτερο ως [[επίρρημα]] ειρωνικά) <i>ἄληθες</i><br />πραγματικά, [[αλήθεια]]<br /><b>4.</b> (το επίρρ. με το <i>ὡς</i> για [[επίταση]]) «ὡς ἀληθῶς» — πραγματικά, αναμφισβήτητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίθετο, που αρχικά προσδιόριζε πράγματα ή γεγονότα και σήμαινε «αυτός που δεν [[είναι]] δυνατό να κρυφτεί», «[[πραγματικός]]» σε [[αντίθεση]] με το επίθ. [[ψευδής]]. Μετά τον Όμηρο το επίθ. προσδιόριζε και πρόσωπα με τη [[σημασία]] «αυτός που δεν εξαπατά, που δεν λέει ψέματα», [[επομένως]] «[[φιλαλήθης]]». Από το επίθ. <i>ἀληθὴς</i> προήλθε το αφηρημένο ουσιαστικό [[ἀλήθεια]], που σημαίνει κυριολεκτικά «[[κατάσταση]] στην οποία [[τίποτε]] δεν [[είναι]] κρυφό», [[επομένως]] «πραγματική [[κατάσταση]]» <i>—</i>σε [[αντίθεση]] με το [[ψεῦδος]]—</i> και προκειμένου για πρόσωπα. σημαίνει «[[ειλικρίνεια]]». Η λ. [[αλήθεια]] χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα ως όρος στη [[φιλοσοφία]], όπου [[συνήθως]] δηλώνει «[[κατάσταση]] γνώσεως, ανακλήσεως αναμνήσεως» σε [[αντίθεση]] με τη [[λήθη]]. Ετυμολογικά το επίθ. [[ἀληθής]], που αντικατέστησε τη λ. [[ἐτεός]], θεωρείται σύνθετο με α' συνθ. <i>ἀ</i>- στερητ. και β' το ουσ. [[λῆθος]] (δωρικά [[λᾶθος]]) ή [[λήθη]] «[[λησμονιά]]», [[χωρίς]] να αποκλείεται η απευθείας [[σύνδεση]] του επιθ. με το ρ. [[λήθω]]) ([[παράλληλος]] τ. του ρ. [[λανθάνω]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλήθεια]], [[αληθεύω]], [[αληθινός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀληθίζομαι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀληθικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αληθογνωσία]]. [[αληθοποιώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀληθόμαντις]], <i>άληθόμυθος</i>, <i>ἀληθορκώ</i>, [[ἀληθουργής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀληθοσοφία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αληθομανής]], [[αληθοφανής]], [[αληθοφοβία]], <i>αναλήθης</i>, [[φιλαλήθης]]. | |mltxt=-ές (Α [[ἀληθής]])<br /><b>1.</b> ο μη [[κρυφός]], [[φανερός]], [[ακριβής]], [[αψευδής]], [[ορθός]], [[σύμφωνος]] με τα πράγματα<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) αυτός που λέει την [[αλήθεια]], ο [[φιλαλήθης]]<br /><b>3.</b> (για πράγματα) αυτός που ειπώθηκε με [[ειλικρίνεια]], ο [[αληθινός]]<br /><b>4.</b> (για πρόσωπα, έννοιες και πράγματα) αυτός που πραγματικά υπάρχει, [[γνήσιος]], [[αυθεντικός]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀληθές</i><br />η [[αλήθεια]]<br /><b>6.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἀληθῶς</i><br />πραγματικά, ειλικρινά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν ξεχνά, [[επιμελής]], [[προσεχτικός]]<br /><b>2.</b> (για χρησμούς, όνειρα <b>κ.λπ.</b>) αυτός που επαληθεύεται, που εκπληρώνεται<br /><b>3.</b> (το ουδέτερο ως [[επίρρημα]] ειρωνικά) <i>ἄληθες</i><br />πραγματικά, [[αλήθεια]]<br /><b>4.</b> (το επίρρ. με το <i>ὡς</i> για [[επίταση]]) «ὡς ἀληθῶς» — πραγματικά, αναμφισβήτητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίθετο, που αρχικά προσδιόριζε πράγματα ή γεγονότα και σήμαινε «αυτός που δεν [[είναι]] δυνατό να κρυφτεί», «[[πραγματικός]]» σε [[αντίθεση]] με το επίθ. [[ψευδής]]. Μετά τον Όμηρο το επίθ. προσδιόριζε και πρόσωπα με τη [[σημασία]] «αυτός που δεν εξαπατά, που δεν λέει ψέματα», [[επομένως]] «[[φιλαλήθης]]». Από το επίθ. <i>ἀληθὴς</i> προήλθε το αφηρημένο ουσιαστικό [[ἀλήθεια]], που σημαίνει κυριολεκτικά «[[κατάσταση]] στην οποία [[τίποτε]] δεν [[είναι]] κρυφό», [[επομένως]] «πραγματική [[κατάσταση]]» <i>—</i>σε [[αντίθεση]] με το [[ψεῦδος]]—</i> και προκειμένου για πρόσωπα. σημαίνει «[[ειλικρίνεια]]». Η λ. [[αλήθεια]] χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα ως όρος στη [[φιλοσοφία]], όπου [[συνήθως]] δηλώνει «[[κατάσταση]] γνώσεως, ανακλήσεως αναμνήσεως» σε [[αντίθεση]] με τη [[λήθη]]. Ετυμολογικά το επίθ. [[ἀληθής]], που αντικατέστησε τη λ. [[ἐτεός]], θεωρείται σύνθετο με α' συνθ. <i>ἀ</i>- στερητ. και β' το ουσ. [[λῆθος]] (δωρικά [[λᾶθος]]) ή [[λήθη]] «[[λησμονιά]]», [[χωρίς]] να αποκλείεται η απευθείας [[σύνδεση]] του επιθ. με το ρ. [[λήθω]]) ([[παράλληλος]] τ. του ρ. [[λανθάνω]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλήθεια]], [[αληθεύω]], [[αληθινός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀληθίζομαι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀληθικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αληθογνωσία]]. [[αληθοποιώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀληθόμαντις]], <i>άληθόμυθος</i>, <i>ἀληθορκώ</i>, [[ἀληθουργής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀληθοσοφία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αληθομανής]], [[αληθοφανής]], [[αληθοφοβία]], <i>αναλήθης</i>, [[φιλαλήθης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀληθής:''' [ᾰ], Δωρ. ἀ-λᾱθής, <i>-ές</i> ([[α- στερητικό]], [[λήθω]] = [[λανθάνω]])· [[φανερός]], [[εμφανής]], [[αληθινός]]·<br /><b class="num">I.</b> [[αληθινός]], αντίθ. προς το [[ψευδής]], σε Όμηρ.· <i>τὸ ἀληθές</i>, με [[κράση]] [[τἀληθές]], Ιων. [[τὠληθές]] και <i>τὰ ἀληθῆ</i>, με [[κράση]] <i>τἀληθῆ</i>, η [[αλήθεια]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ειλικρινής]], σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για χρησμούς κι άλλα παρόμοια, [[αληθής]], αυτός που επαληθεύεται, πραγματοποιείται, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. [[ἀληθῶς]], Ιων. <i>-θέως</i>,<br /><b class="num">1.</b> αληθινά, ειλικρινά, πραγματικά, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[πράγματι]], όντως, στην [[πραγματικότητα]], σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.· ομοίως και, ὡς [[ἀληθῶς]], σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> ουδ. ως επίρρ., προπαροξ. [[ἄληθες]]; [[itane]]? [[πράγματι]]; [[αλήθεια]]; πραγματικά; ειρων. σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>τὸ ἀληθές</i>, [[πράγματι]], Λατ. [[revera]], σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως και <i>τὸ ἀληθέστατον</i>, πραγματικά, όντως, σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:40, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], Dor. ἀλᾱθής, ές, (λήθω,
A = λανθάνω: ἀληθὲς τὸ μὴ λήθῃ ὑποπῖπτον EM62.51):—unconcealed, so true, real, opp. false, apparent: I Hom., opp. ψευδής,in phrases ἀληθέα μυθήσασθαι, εἰπεῖν, ἀγορεύειν, ἀληθὲς ἐνισπεῖν, Il.6.382, Od.13.254, 3.254, 247, al.; in Hdt. and Att. τὸ ἀληθές, by Trag. crasis τἀληθές, Ion. τὠληθές (Hdt.6.68, 69), or τὰ ἀληθῆ, by crasis τἀληθῆ, etc.; ἀληθέϊ λόγῳ χρᾶσθαι Hdt. 1.14, etc.; οἱ ἀληθέϊ λόγῳ βασιλέες 1.120; ἀληθεστάτη πρόφασις Th.1.23. 2 of persons, etc., truthful, honest (not in Hom., v. infr.), ἀ. νόος Pi.O.2.92; κατήγορος A.Th.439; κριτής Th.3.56; οἶνος ἀ. `in vino veritas', Pl.Smp.217e; ὁ μέσος ἀ. τις Arist.EN 1108a20. 3 of oracles, true, unerring, ἀλαθέα μαντίων θῶκον Pi. P.11.6, cf. S.Ph.993, E.Ion1537; of dreams, A.Th.710. II of qualities or events, true, real, φίλος E.Or.424; ἀ. τὸ πραχθέν Antipho 1.6; genuine, ἀ. εἶναι δεῖ τὸ σεμνόν, οὐ κενόν Men.596. 2 realizing itself, coming to fulfilment, ἀρά A.Th.944. III Adv. ἀληθῶς, Ion. -θέως, truly, Simon.5.1, Hdt.1.11, al., A.Supp.315, etc. b actually, in reality, γένος τόδε Ζηνός ἐστιν ἀ. ib.585; ἀ. οὐδὲν ἐξῃκασμένα Id.Ag.1244, cf. Th.1.22, etc.; τὴν ἀ. μουσικήν (sc. οὖσαν) Antiph.209.6:—ὡς ἀ. in the true way, really, E.Or.739, Pl. Phd.63a, etc.; ἡ μὲν γὰρ ὡς ἀ. μήτηρ D.21.149: Comp. -εστέρως Pl. R.347e, -έστερον Antipho 3.3.4: Sup. -έστατα X.Mem.4.8.1. 2 neut. as Adv., proparox. ἄληθες; indeed? really? ironically, S.OT 350, Ant.758, E.Cyc.241, Ar.Ra.840, Av.174. 3 τὸ ἀληθές truly, Ion. τὠληθές Herod.7.70. B not forgetting, careful, γυνὴ χερνῆτις ἀ. Il.12.433, cf. Nonn.D.24.233:—the sense honest is post- Hom. ἀληθ-ίζω, dye with genuine purple, PHolm.18.6. II Med. -ίζομαι, = ἀληθεύω, Hdt.1.136, 3.72, Plu.2.230b, Alciphr.3.39, 59.
German (Pape)
[Seite 94] ές (λήθω), unverhohlen, aufrichtig, wahr; Hom. öfters ἀληθέα neutr., ἀληθέα μυθήσασθαι Iliad. 6, 882, ἀληθέα πάντ' ἀγορεύσω Od. 3, 254, ἀληθέα εἰπε 13, 254; einmal die Form ἀληθές, Od. 3, 247 σὺ δ' ἀληθὲς ἐνίσπες; einmal ἀληθής, Il. 12, 433 γυνὴ ἀληθής, ein redliches Weib; – ἀλαθεῖ νόῳ, mit aufrichtigem Sinne, Pind. O. 2, 92; ἀλ. κατήγορος Aesch. Sept. 421; θεὸς ἀλ. Eur. Ion. 1524. – Von Sachen: der Wahrheit gemäß, wirklich so beschaffen, zuverlässig und ächt, λόγος Her. 5, 41; Plat. Phaedr. 270 c, ἀρετή Phaed. 69 b; πίστις, ἐπιστήμη, dem ψευδής entgegengesetzt, Gorg. 454 d. Sehr geläufig ist die Vrbdg τἀληθές u. τἀληθῆ εἰπεῖν; πᾶν τἀλ. Soph. Trach. 453. Uebh. τὸ ἀληθές, das Wahre, die Wahrheit, auch adverb. gebraucht, in Wahrheit, wirklich, von Her. an oft. – Wahrhaftig, die Wahrheit sagend, z. B. ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ Rep. II, 382 e; – ἄληθες; mit so verändertem Ton, in ironischen Fragen: wirklich? in der That? Soph. O. R. 350 Ant. 754; Ar. Ach. 857 Ran. 840. – Adv. ἀληθῶς, ion. ἀληθέως, wirklich, in der That; auch mit subst., ὁ ἀληθῶς οὐρανὸς καὶ τὸ ἀληθῶς φῶς καὶ ἡ ὡς ἀληθῶς γῆ Plat. Phaed. 109 e; ἡ ἀλ. μουσική Antiphan. Ath. XIV, 648 e; Am häufigsten bei den Attikern ὡς ἀληθῶς, τὸν ὡς ἀληθῶς ἰατρόν Rep. I, 345 c; ἦ γάρ ἐστιν ὡς ἀληθῶς ἀφιγμένος Eur. Or. 727. ἀληθίζομαι, die Wahrheit sagen, Her. 1, 136 u. öfter, immer im praes.; Plut., Luc. Apophth. p. 230 u. Sp. brauchen das act. in derselben Bdtg.
Greek (Liddell-Scott)
ἀληθής: [ᾰ], Δωρ. ἀλᾱθής, ές, (λήθω, = λανθάνω, ἀληθὲς τὸ μὴ λῆθον, εἶπεν ὁ Ἡράκλειτος), ὁ μὴ κεκρυμμένος, μὴ ἀποκρυπτόμενος, ἄρα πραγματικός, ἀντίθετον τῷ ψευδὴς ἢ τῷ κατὰ τὸ φαινόμενον: Ι. παρ’ Ὁμήρ. κατ’ ἀντίθ. τῷ ψευδής, ἐν φράσεσιν ἀληθέα μυθήσασθαι, εἰπεῖν ἀγορεύειν, ἀληθὲς ἐνισπεῖν, Ἰλ. Ζ. 382, Ὀδ. Ν. 254, Γ. 254, 247, καὶ ἀλλ., παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ. τὸ ἀληθές, παρὰ Τραγ. μετὰ κράσ. τἀληθές, Ἰων. τὠληθὲς (Ἡρόδ. 6. 68, 69), ἢ τὰ ἀληθῆ μετὰ κράσ. τἀλῃθῆ, κτλ. ἀληθέϊ λόγῳ χρεωμένῳ, Ἡρόδ. 1. 14, κτλ., ἀληθεστάτη πρόφασις, Θουκ. 1. 23. 2) ἐπὶ προσώπων, φιλαλήθης, τίμιος, εἰλικρινής, παρ’ Ὁμήρῳ ἅπαξ μόνον, ἀληθὴς γυνή, Ἰλ. Μ. 433· οὕτως, ἀλ. νόος, Πινδ. Ο. 2. 167· κατήγορος, Αἰσχύλ. Θήβ. 439· ἀλ. κριτής, Θουκ. 3. 56· οἶνος ἀλ. ἐστι, «in vino veritas», Πλάτ. Συμπ. 217Ε, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 7· ἀληθὲς εἶναι δεῖ τὸ σεμνόν, Μενάνδ. Ἄδηλ. 478. 3) ἐπὶ χρησμῶν, ἀληθής ἀψευδής, βέβαιος, Λατ. certus, ἀλαθέα μαντίων θῶκον, Πινδ. Π. 11, 11· πρβλ. Εὐρ. Ἴων 1537, Σοφ. Φ. 993· ἐπὶ ὀνείρων, Αἰσχύλ, Θήβ. 692· πρβλ. ἀλήθεια, 1. 4. ΙΙ. ἐπὶ ἰδιοτήτων ἢ ἐπὶ συμβάντων, ἀληθής, πραγματικός, φίλος, Εὐρ. Ὀρ. 414, καὶ ἀλλ., τὸ πραχθέν, Ἀντιφῶν 112. 15. 2) τὸ ἐπαληθεῦον ἑαυτό, τὸ ἐκπληρούμενον, ἀρά, Αἰσχύλ. Θήβ. 946· πρβλ. Εὐμ. 796, καὶ ἴδε ἀληθινός. ΙΙΙ. ἐπίρρ. ἀληθῶς, Ἰων. -θέως, ἀληθῶς, Σιμων. 5, Ἡρόδ. 1. 11, καὶ ἀλλ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 310, κτλ. β) πράγματι, ὄντως, γένος, τὸ δὴ Ζηνός ἐστιν ἀληθῶς, αὐτόθι 585· ἀλ. οὐδὲν ἐξῃκασμένα, ὁ αὐτ. Ἀγ. 1244· οὕτω Θουκ. 1. 22, κτλ., τὴν ἀληθῶς μουσικὴν (ἐνν. οὖσαν), Ἀντιφάν. ἐν «Τριταγωνιστῇ» 1. 6· ὡσαύτως, ὡς ἀληθῶς, Εὐρ. Ὀρ. 730, Πλάτ. Φαῖδρ. 63Α, κτλ.· ἡ μὲν γὰρ ὡς ἀληθῶς μήτηρ, Δημ. 563, 3· ὡς δὴ ἀληθέως, ὡς εἰ πράγματι, Ἡρόδ. 3. 156· οὕτω καὶ οἱ ἀληθέϊ λόγῳ βασιλέες, οἱ πράγματι, ὁ αὐτ. 1. 120. 2) ὡσαύτως οὐδ. ὡς ἐπίρρ. προπαροξυτόνως, ἄληθες; = itane? πράγματι; «ἀλήθεια;» εἰρωνικῶς, Σοφ. Ο. Τ. 350, Ἀντ. 578, Εὐρ. Κύκλ. 241, Ἀριστοφ. Βάτρ. 840, Ὄρ. 174· πρβλ. ἐτεὸς ΙΙ: ― ἀλλὰ τὸ ἀληθές, κατ’ ἀλήθειαν, πράγματι, Λατ. revera, Πλάτ. Φαίδ. 102Β, κτλ.· οὕτω τὸ ἀληθέστατον, Θουκ. 7. 67.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 vrai, sincère, franc;
2 loyal, juste, équitable;
3 véridique : τὸ ἀληθές, τὰ ἀληθῆ la vérité;
4 véritable, réel ; adv. • τὸ ἀληθές PLAT véritablement, en réalité ; avec chang. d’accent dans les interr. • ἄληθες ; vraiment ? en vérité ? réellement ? ; qui se réalise : ἀρὰ ἀληθής ESCHL malédiction qui s’accomplit.
Étymologie: ἀ, λαθεῖν.
English (Autenrieth)
(λήθω): true; of a person, ‘honest,’ Il. 12.433, neut. sing. Od. 3.247, elsewhere only neut. pl.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): dór. ἀλᾱθής
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1de palabras verdadero ἀ. λόγος Hdt.1.14, 120, Gorg.B 11a.26, Pl.Cra.385b, μῦθος Theoc.2.94.
2 de pers. veraz, sincero Νηρέα δ' ἀψευδέα καὶ ἀληθέα Hes.Th.233, ἡ γλῶσσ' ἀληθὴς γίγνεται κατήγορος A.Th.439, τοὺς θεοὺς ... τίθης ... ἀληθεῖς S.Ph.993, ἀληθεῖς κριταί Th.3.56, οὐ σοφός, ἀληθὴς δ' ἐς φίλους no (soy) sabio, pero sí sincero con mis amigos E.Or.424, περὶ μὲν οὖν τὸ ἀληθὲς ὁ μὲν μέσος ἀληθής τις respecto a la verdad, el término medio (virtuoso) es ser veraz Arist.EN 1108a20, ἁ ξείνα ... ἔστι δ' ἀλαθής Theoc.2.154
•de Dios veraz Meth.Symp.221
•pero verdadero Meth.Arbitr.15, c. hipálage ἀλαθέα μαντίων θῶκον sede de oráculos veraces Pi.P.11.6, cf. prov. οἶνος ... ἀληθής Pl.Smp.217e
•quizá tb. honesto, honrado γυνὴ χερνῆτις ἀληθής una hilandera honrada, Il.12.433
•auténtico, legítimo subst. οἱ ἀληθεῖς dicho de los ciudadanos cuyos padres también lo son, op. νόθος IEryth.2C.9 (V a.C.).
3 de cosas y abstr. real, auténtico, verdadero, cierto βροτῶν δόξας, ταῖς οὐκ ἔνι πίστις ἀληθής Parm.B 1.30, Ἄρης ἀρὰν πατρῴαν τιθεὶς ἀλαθῆ Ares que hizo cierta la paterna maldición A.Th.946, ἄγαν δ' ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων ὄψεις A.Th.710, ὅπως τὸ πραχθὲν ᾖ ἀληθές para que se establezca la realidad de los hechos Antipho 1.6, ἡ ἀληθεστάτη πρόφασις la causa más real Th.1.23, ὁ δ' Ἐπίκουρος τὰ μὲν αἰσθητὰ πάντα ἔλεγεν ἀληθῆ καὶ ὄντα Epicuro decía que todas las cosas sensibles eran reales y existentes Epicur.Fr.244U., τὠληθὲς ἢν θέλῃς ἔργον Herod.7.70, ἀληθὲς εἶναι δεῖ τὸ σεμνόν, οὐ κενόν Men.Fr.726, ἀληθεστάτη παιδείας ἐπιθυμία LXX Sap.6.17, ἀ. χάρις τοῦ θεοῦ 1Ep.Petr.5.12, ἀληθέα μέλπετο νίκην Nonn.D.24.233
•pero sincero αὐδάσομαι ἐνόρκιον λόγον ἀλαθεῖ νόῳ entonaré con mente sincera unas palabras avaladas por mi juramento Pi.O.2.92.
II subst. τὸ ἀ.
1 c. verbos de ‘decir’ verdad ἀληθέα μυθήσασθαι Il.6.382, Od.14.125, 17.15, 18.342, h.Cer.121, ἀληθέα γηρύσασθαι Hes.Th.28, ἀληθέα πάντ' ἀγορεύσω Od.16.61, ἀληθέα εἰπεῖν Od.13.254, ἀληθὲς ἐνίσπες Od.3.247, σοφίη ἀληθέα λέγειν Heraclit.B 112, πῶς δῆτ' ἂν εἰπὼν κεδνὰ τἀληθῆ τύχοις; ¿cómo podrías decir venturas y alcanzar verdades? A.A.622, οὐ τἀληθῆ ἔφη λέγειν Th.4.27, καλεῖς τι ἀληθῆ λέγειν καὶ ψευδῆ; Pl.Cra.385b, cf. Prm.161e.
2 en sent. ontológico realidad, verdad (cf. ἀλήθεια II 3) ᾤοντο τἀληθὲς ἐν τῷ φαίνεσθαι creían que la realidad estaba en la apariencia Arist.GC 315b9, τὸ γὰρ ἀληθὲς εἶναι τὸ φαινόμενον Arist.de An.404a28, τίνος ἔσται περὶ αὐτῶν ἄλλου τὸ θεωρῆσαι τὸ ἀληθὲς καὶ ψεῦδος; ¿a quién competirá (e.e. sino al filósofo) estudiar la verdad y el error con respecto a ellas? Arist.Metaph.997a15, cf. 1001a5, ἀδύνατον τἀληθὲς λαθεῖν Men.Fr.725, ὀμνύω τὴν τοῦ Κυρίου Κομμόδου Καίσαρος τύχην ἀληθῆ εἶναι juro por la suerte del emperador Cómodo que es verdad, BGU 2019.28 (II d.C.).
III usos adverb. del neutr. sg.
1 proparox., irón. ἄληθες; ¿de veras? ¡no me digas! S.OT 350, Ant.758, E.Cyc.241, Fr.885 (= Ar.Ra.840), Ar.Ach.557, Au.174, Eq.89, Pl.123, 429.
2 en realidad, verdaderamente τὸ δὲ ἀληθέστερον εἰπεῖν para decirlo de una manera más verdadera Plu.Ant.66 τὸ δὲ ἀληθές en realidad, POxy.2664.8 (III d.C.), PAnt.188.16 (VI/VII d.C.).
IV adv. -ῶς, jón. -έως Simon.37.1, dór. ἀλαθέως Theoc.15.72
1 verdaderamente, en verdad Simon.l.c., Hdt.1.11, A.Supp.315, Epicur.Fr.[59] 9, Theoc.l.c., PLond.1928.13, POsl.88.8 (ambos IV d.C.).
2 realmente γένος τόδε Ζηνός ἐστιν ἀληθῶς A.Supp.585, ἡ ἀληθῶς μουσική Antiph.207.6, ὡς ἀληθῶς E.Or.739, Pl.Phd.63a.
• Etimología: De ἀ- priv. y raíz de λανθάνω.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and λανθάνω; true (as not concealing): true, truly, truth.
English (Thayer)
(ές (alpha privative and λήθω, λαθεῖν (λανθάνω), τό λῆθος — cf. ἀμαθής; literally, not hidden, unconcealed) (from Homer down);
1. true: ὅραμα), μαρτυρία, κρίσις, just, L T Tr WH ἀληθινή); παροιμία, χάρις, grace which can be trusted, loving the truth, speaking the truth, truthful: πλάνος); of God, ψεύστης).
3. equivalent to ἀληθινός, 1. L T Tr WH; for Rec. ἀληθῶς), as in ἀληθής Θεός is contrasted with οὕς ἐδόκουν Θεούς. Cf. Riickert, Abendmahl, p. 266f. (On the distinction between this word and the next, see Trench, § viii.; Schmidt, chapter 178,6.)
Greek Monolingual
-ές (Α ἀληθής)
1. ο μη κρυφός, φανερός, ακριβής, αψευδής, ορθός, σύμφωνος με τα πράγματα
2. (για πρόσωπα) αυτός που λέει την αλήθεια, ο φιλαλήθης
3. (για πράγματα) αυτός που ειπώθηκε με ειλικρίνεια, ο αληθινός
4. (για πρόσωπα, έννοιες και πράγματα) αυτός που πραγματικά υπάρχει, γνήσιος, αυθεντικός
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀληθές
η αλήθεια
6. επίρρ. ἀληθῶς
πραγματικά, ειλικρινά
αρχ.
1. αυτός που δεν ξεχνά, επιμελής, προσεχτικός
2. (για χρησμούς, όνειρα κ.λπ.) αυτός που επαληθεύεται, που εκπληρώνεται
3. (το ουδέτερο ως επίρρημα ειρωνικά) ἄληθες
πραγματικά, αλήθεια
4. (το επίρρ. με το ὡς για επίταση) «ὡς ἀληθῶς» — πραγματικά, αναμφισβήτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο, που αρχικά προσδιόριζε πράγματα ή γεγονότα και σήμαινε «αυτός που δεν είναι δυνατό να κρυφτεί», «πραγματικός» σε αντίθεση με το επίθ. ψευδής. Μετά τον Όμηρο το επίθ. προσδιόριζε και πρόσωπα με τη σημασία «αυτός που δεν εξαπατά, που δεν λέει ψέματα», επομένως «φιλαλήθης». Από το επίθ. ἀληθὴς προήλθε το αφηρημένο ουσιαστικό ἀλήθεια, που σημαίνει κυριολεκτικά «κατάσταση στην οποία τίποτε δεν είναι κρυφό», επομένως «πραγματική κατάσταση» —σε αντίθεση με το ψεῦδος— και προκειμένου για πρόσωπα. σημαίνει «ειλικρίνεια». Η λ. αλήθεια χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα ως όρος στη φιλοσοφία, όπου συνήθως δηλώνει «κατάσταση γνώσεως, ανακλήσεως αναμνήσεως» σε αντίθεση με τη λήθη. Ετυμολογικά το επίθ. ἀληθής, που αντικατέστησε τη λ. ἐτεός, θεωρείται σύνθετο με α' συνθ. ἀ- στερητ. και β' το ουσ. λῆθος (δωρικά λᾶθος) ή λήθη «λησμονιά», χωρίς να αποκλείεται η απευθείας σύνδεση του επιθ. με το ρ. λήθω) (παράλληλος τ. του ρ. λανθάνω).
ΠΑΡ. αλήθεια, αληθεύω, αληθινός
αρχ.
ἀληθίζομαι
μσν.
ἀληθικός.
ΣΥΝΘ. αληθογνωσία. αληθοποιώ
αρχ.
ἀληθόμαντις, άληθόμυθος, ἀληθορκώ, ἀληθουργής
μσν.
ἀληθοσοφία
νεοελλ.
αληθομανής, αληθοφανής, αληθοφοβία, αναλήθης, φιλαλήθης.
Greek Monotonic
ἀληθής: [ᾰ], Δωρ. ἀ-λᾱθής, -ές (α- στερητικό, λήθω = λανθάνω)· φανερός, εμφανής, αληθινός·
I. αληθινός, αντίθ. προς το ψευδής, σε Όμηρ.· τὸ ἀληθές, με κράση τἀληθές, Ιων. τὠληθές και τὰ ἀληθῆ, με κράση τἀληθῆ, η αλήθεια, σε Ηρόδ., Αττ.
2. λέγεται για πρόσωπα, ειλικρινής, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.
3. λέγεται για χρησμούς κι άλλα παρόμοια, αληθής, αυτός που επαληθεύεται, πραγματοποιείται, σε Αισχύλ. κ.λπ.
II. επίρρ. ἀληθῶς, Ιων. -θέως,
1. αληθινά, ειλικρινά, πραγματικά, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. πράγματι, όντως, στην πραγματικότητα, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.· ομοίως και, ὡς ἀληθῶς, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.
III. ουδ. ως επίρρ., προπαροξ. ἄληθες; itane? πράγματι; αλήθεια; πραγματικά; ειρων. σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.
2. τὸ ἀληθές, πράγματι, Λατ. revera, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως και τὸ ἀληθέστατον, πραγματικά, όντως, σε Θουκ.