ἁλιφθορία: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
(2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁλιφθορία]], η (Α) [[ἁλιφθόρος]]<br />[[καταστροφή]] που προκαλείται από τη [[θάλασσα]], [[ναυάγιο]].
|mltxt=[[ἁλιφθορία]], η (Α) [[ἁλιφθόρος]]<br />[[καταστροφή]] που προκαλείται από τη [[θάλασσα]], [[ναυάγιο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἁλιφθορία:''' ἡ, [[καταστροφή]] στη [[θάλασσα]], [[ναυάγιο]] πλοίου, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 17:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλιφθορία Medium diacritics: ἁλιφθορία Low diacritics: αλιφθορία Capitals: ΑΛΙΦΘΟΡΙΑ
Transliteration A: haliphthoría Transliteration B: haliphthoria Transliteration C: alifthoria Beta Code: a(lifqori/a

English (LSJ)

ἡ,

   A disaster at sea, shipwreck, AP9.41 (Theon).

German (Pape)

[Seite 99] ἡ, Meeruntergang, Schiffbrüch, ναυτῶν Theon. 1 (IX, 41).

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιφθορία: ἡ, τὸ ἐν τῇ θαλάσσῃ δυστύχημα, ναυάγιον, Ἀνθ. Π. 9. 41.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
perte en mer, naufrage.
Étymologie: ἁλιφθόρος.

Greek Monolingual

ἁλιφθορία, η (Α) ἁλιφθόρος
καταστροφή που προκαλείται από τη θάλασσα, ναυάγιο.

Greek Monotonic

ἁλιφθορία: ἡ, καταστροφή στη θάλασσα, ναυάγιο πλοίου, σε Ανθ.