ἀλετός: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλετός]], ο (Α) [[ἀλῶ]]<br /><b>1.</b> το [[άλεσμα]], η [[άλεση]]<br /><b>2.</b> το [[προϊόν]] του αλέσματος, το [[αλεύρι]].
|mltxt=[[ἀλετός]], ο (Α) [[ἀλῶ]]<br /><b>1.</b> το [[άλεσμα]], η [[άλεση]]<br /><b>2.</b> το [[προϊόν]] του αλέσματος, το [[αλεύρι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλετός:''' ὁ ([[ἀλέω]]), [[άλεσμα]], σε Πλούτ.· πρβλ. [[ἀλητός]].
}}
}}

Revision as of 17:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλετός Medium diacritics: ἀλετός Low diacritics: αλετός Capitals: ΑΛΕΤΟΣ
Transliteration A: aletós Transliteration B: aletos Transliteration C: aletos Beta Code: a)leto/s

English (LSJ)

ὁ,

   A grinding, Plu.Ant.45; cf. ἀλητός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλετός: ὁ, τὸ ἀλέθειν, ἡ πρᾶξις τοῦ ἀλέθειν, Πλουτ. Ἀντων. 45˙ πρβλ. ἀλητός. ΙΙ. τὸ ἀλεσθὲν πρᾶγμα, ἄλευρον, Εὐστ. Πονημ. 260. 35, κτλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de moudre.
Étymologie: ἀλέω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ

• Alolema(s): ἄλετος Plu.2.289f, Hsch.
1 molienda Trypho Fr.113, Plu.Ant.45, l.c., Eust.Op.164.10, 260.36.
2 plu. cascabillo, residuo glos. a εἰαί Hsch.

Greek Monolingual

ἀλετός, ο (Α) ἀλῶ
1. το άλεσμα, η άλεση
2. το προϊόν του αλέσματος, το αλεύρι.

Greek Monotonic

ἀλετός: ὁ (ἀλέω), άλεσμα, σε Πλούτ.· πρβλ. ἀλητός.