ἀλυσιτελής: Difference between revisions

2
(3)
(2)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἀλυσιτελής]]) αυτός που δεν αποφέρει [[ωφέλεια]] ή [[κέρδος]], [[ανώφελος]], [[ασύμφορος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για συμπτώματα ασθένειας) ο μη [[ευνοϊκός]], ο [[δυσμενής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λυσιτελής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλυσιτέλεια]]].
|mltxt=-ές (Α [[ἀλυσιτελής]]) αυτός που δεν αποφέρει [[ωφέλεια]] ή [[κέρδος]], [[ανώφελος]], [[ασύμφορος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για συμπτώματα ασθένειας) ο μη [[ευνοϊκός]], ο [[δυσμενής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λυσιτελής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλυσιτέλεια]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλῡσῐτελής:''' -ές, [[ανωφελής]], [[ακερδής]], μη [[προσοδοφόρος]], σε Ξεν.· επίρρ. <i>-λῶς</i>, στον ίδ.
}}
}}