ἁλουργίς: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁλουργίς]] (-[[ίδος]]), η (AM)<br />πορφυρή [[εσθήτα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(ως επίθ. για ενδύματα) [[πορφυρόχρωμος]], [[κόκκινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἁλουργός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἁλουργίδιον]].
|mltxt=[[ἁλουργίς]] (-[[ίδος]]), η (AM)<br />πορφυρή [[εσθήτα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(ως επίθ. για ενδύματα) [[πορφυρόχρωμος]], [[κόκκινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἁλουργός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἁλουργίδιον]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἁλουργίς:''' -[[ίδος]], ἡ, πορφυρή [[εσθήτα]], σε Αριστοφ.· ως επίθ. ἐσθὴς [[ἁλουργίς]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 17:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλουργίς Medium diacritics: ἁλουργίς Low diacritics: αλουργίς Capitals: ΑΛΟΥΡΓΙΣ
Transliteration A: halourgís Transliteration B: halourgis Transliteration C: alourgis Beta Code: a(lourgi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A purple robe, Ar.Eq.967, IG2.754, Chamaeleon ap.Ath.9.374a.    II as Adj., ἐσθὴς ἁ. f. l. in Luc.Nav.22.

German (Pape)

[Seite 109] ίδος, ἡ, mit Meerpurpur gefärbtes, ächtes Purpurkleid, Ar. Equ. 962; Ant. Sid. 83 (VII, 218); Plut. Rom. 14 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλουργίς: -ίδος, ἡ, πορφυρᾶ ἐσθής, Ἀριστοφ. Ἱππ. 967, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 58, κτλ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἐσθὴς ἁλουργίς, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχαὶ 22· ἀλλ’ ἴσως πρέπει νὰ διορθωθῇ ἁλουργής, ὡς ἐν εἰκόσι τοῦ αὐτοῦ 11.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
s.e. ἐσθής;
robe de pourpre.
Étymologie: fém. de ἁλουργής.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ

• Prosodia: [ᾰ-]
I 1manto de púrpura como signo de divinidad, realeza o simple lujo ἁλουργίδα ἔχων κατάπαστον con manto de púrpura bordado Ar.Eq.967, χρυσόπαστος D.C.63.20.3, Polyaen.8.43, ἁ. ξενική IG 22.1517.155, 22.1514.49 (IV/III a.C.), ἐφόρει ἁλουργίδα Chamael.43, cf. D.L.8.47, ποικίλαις ἁ. ἀμφιέννυνται D.H.3.62, cf. AP 7.218 (Antip.Sid.), en un sueño, Artem.2.3.
2 paño de altar, CCP(536) Act.5 p.95.26.
II fig.
1 manto de púrpura, la púrpura como colmo de la excelencia ἁλουργὶς θεοῦ γενόμενος de San Pablo después de la conversión, Isid.Pel.Ep.M.78.381A, cf. Nil.M.79.872A, ὁ Χριστός, καθάπερ ἁ. βασιλικήν τὸ ἴδιον φόρημα περικείμενος ... τὸ ἀνθρώπινον σῶμα Cyr.Al.M.73.484B.
2 la púrpura imperial, el imperio τὸν Γάλλον ἀφελέσθαι μὲν τῆς ἁ. Philost.HE 4.1.

Greek Monolingual

ἁλουργίς (-ίδος), η (AM)
πορφυρή εσθήτα
αρχ.
(ως επίθ. για ενδύματα) πορφυρόχρωμος, κόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλουργός.
ΠΑΡ. αρχ. ἁλουργίδιον.

Greek Monotonic

ἁλουργίς: -ίδος, ἡ, πορφυρή εσθήτα, σε Αριστοφ.· ως επίθ. ἐσθὴς ἁλουργίς, σε Λουκ.