ἀραίρηκα: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
(big3_6)
(3)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=ἀραίρημένοςἀραίρητο v. [[αἱρέω]].
|dgtxt=ἀραίρημένοςἀραίρητο v. [[αἱρέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀραίρηκα:''' αναδιπλ. [[τύπος]] του <i>ᾔρηκα</i>, παρακ. του [[αἱρέω]]· [[ἀραίρημαι]], Παθ.· [[ἀραίρητο]], γʹ ενικ. Παθ. υπερσ.
}}
}}

Revision as of 18:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀραίρηκα Medium diacritics: ἀραίρηκα Low diacritics: αραίρηκα Capitals: ΑΡΑΙΡΗΚΑ
Transliteration A: araírēka Transliteration B: arairēka Transliteration C: arairika Beta Code: a)rai/rhka

English (LSJ)

ἀραιρ-ημένος, ἀραίρ-ητο,

   A v. αἱρέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀραίρηκα: -ημένος, -ητο, Ἰων. τύποι μετ’ ἀναδιπλ., ἴδε τὸ ῥῆμα αἱρέω.

Spanish (DGE)

ἀραίρημένοςἀραίρητο v. αἱρέω.

Greek Monotonic

ἀραίρηκα: αναδιπλ. τύπος του ᾔρηκα, παρακ. του αἱρέω· ἀραίρημαι, Παθ.· ἀραίρητο, γʹ ενικ. Παθ. υπερσ.