γένεο: Difference between revisions

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209
(6_6)
 
(3)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''γένεο''': Ἐπ. ἀντὶ ἐγένου.
|lstext='''γένεο''': Ἐπ. ἀντὶ ἐγένου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''γένεο:''' Επικ. αντί <i>ἐγένου</i>, βʹ ενικ. αορ. βʹ του [[γίγνομαι]].
}}
}}

Revision as of 18:20, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

γένεο: Ἐπ. ἀντὶ ἐγένου.

Greek Monotonic

γένεο: Επικ. αντί ἐγένου, βʹ ενικ. αορ. βʹ του γίγνομαι.