ἄνοικτος: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(big3_4) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[implacable]] ὅστις [[ἄνοικτος]] ... ἐστίν E.<i>Tr</i>.787, [[ἄνοικτος]] ὃς ... E.<i>Fr</i>.120, cf. Ar.<i>Th</i>.1022, de un tipo de delfines, Ael.<i>NA</i> 16.18, ψυχή LXX 3<i>Ma</i>.4.4.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin piedad]] κεῖται ἀ. S.<i>OT</i> 181, ὑψόθεν πεσὼν ἀ. E.<i>Tr</i>.756. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[implacable]] ὅστις [[ἄνοικτος]] ... ἐστίν E.<i>Tr</i>.787, [[ἄνοικτος]] ὃς ... E.<i>Fr</i>.120, cf. Ar.<i>Th</i>.1022, de un tipo de delfines, Ael.<i>NA</i> 16.18, ψυχή LXX 3<i>Ma</i>.4.4.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin piedad]] κεῖται ἀ. S.<i>OT</i> 181, ὑψόθεν πεσὼν ἀ. E.<i>Tr</i>.756. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄνοικτος:''' -ον, [[ανοικτίρμων]], [[σκληρός]], [[αδίστακτος]], σε Ευρ.· επίρρ. <i>-τως</i>, [[χωρίς]] οίκτο, ανηλεώς, ανευσπλαχνικά, σε Σοφ., Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A pitiless, ruthless, E.Tr.787, Ar.Th.1022. Adv. -τως without pity, without being pitied, S.OT180, E.Tr.756: also ἀνοίκτρως Ant.Lib.39 (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 240] erbarmungslos, unbarmherzig, Ar. Th. 1022; Eur. Troad. 782. – Adv., Soph. O. R. 180.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνοικτος: -ον, ὁ ἄνευ οἴκτου ἢ ἐλέους, ἀνοικτίρμων, σκληρός, Εὐρ. Τρῳ. 782, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1022: - Ἐπίρρ. -τως, ἄνευ ἐλέους, χωρὶς νὰ λυπῆταί τις, νηλέα δὲ γένεθλα ... κεῖται ἀνοίκτως Σοφ. Ο. Τ. 180, Εὐρ. Τρῳ. 751.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
impitoyable.
Étymologie: ἀ, οἶκτος.
Spanish (DGE)
-ον
1 implacable ὅστις ἄνοικτος ... ἐστίν E.Tr.787, ἄνοικτος ὃς ... E.Fr.120, cf. Ar.Th.1022, de un tipo de delfines, Ael.NA 16.18, ψυχή LXX 3Ma.4.4.
2 adv. -ως sin piedad κεῖται ἀ. S.OT 181, ὑψόθεν πεσὼν ἀ. E.Tr.756.
Greek Monotonic
ἄνοικτος: -ον, ανοικτίρμων, σκληρός, αδίστακτος, σε Ευρ.· επίρρ. -τως, χωρίς οίκτο, ανηλεώς, ανευσπλαχνικά, σε Σοφ., Ευρ.