ἀντιδέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντιδέομαι]] (Α)<br />[[ικετεύω]] κι εγώ.
|mltxt=[[ἀντιδέομαι]] (Α)<br />[[ικετεύω]] κι εγώ.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιδέομαι:''' μέλ. <i>-δεήσομαι</i>, αποθ., [[ικετεύω]] με τη [[σειρά]] μου, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 18:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιδέομαι Medium diacritics: ἀντιδέομαι Low diacritics: αντιδέομαι Capitals: ΑΝΤΙΔΕΟΜΑΙ
Transliteration A: antidéomai Transliteration B: antideomai Transliteration C: antideomai Beta Code: a)ntide/omai

English (LSJ)

   A entreat in return, Pl.La.186d.

German (Pape)

[Seite 251] (s. δέομαι), dagegen bitten, τινός τι, Plat. Lach. 186 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιδέομαι: μέλλ. -δεήσομαι, ἀποθ., δέομαι καὶ ἐγὼ ἐν τῷ μέρει, ἀνθικετεύω, Πλάτ. Λάχ. 186D.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
demander à son tour, τινός τι qch à qqn.
Étymologie: ἀντί, δέομαι.

Spanish (DGE)

pedir a su vez τοῦτο οὖν σου ἐγὼ ἀντιδέομαι Pl.La.186d.

Greek Monolingual

ἀντιδέομαι (Α)
ικετεύω κι εγώ.

Greek Monotonic

ἀντιδέομαι: μέλ. -δεήσομαι, αποθ., ικετεύω με τη σειρά μου, σε Πλάτ.