βόρειος: Difference between revisions
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(7) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (AM [[βόρειος]], -α, -ον, Α και βορήιος, -η, -ον, ιων. τ.) [[Βορέας]]<br />αυτός που βρίσκεται στον βορρά ή [[είναι]] στραμμένος [[προς]] αυτόν ή, [[τέλος]], προέρχεται απ' αυτόν («Βόρειο Ημισφαίριο», «βόρεια [[πλευρά]] του ναού», «[[βόρειος]] [[άνεμος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>βόρεια</i>, <i>τα</i><br />οι βόρειοι άνεμοι. | |mltxt=-α, -ο (AM [[βόρειος]], -α, -ον, Α και βορήιος, -η, -ον, ιων. τ.) [[Βορέας]]<br />αυτός που βρίσκεται στον βορρά ή [[είναι]] στραμμένος [[προς]] αυτόν ή, [[τέλος]], προέρχεται απ' αυτόν («Βόρειο Ημισφαίριο», «βόρεια [[πλευρά]] του ναού», «[[βόρειος]] [[άνεμος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>βόρεια</i>, <i>τα</i><br />οι βόρειοι άνεμοι. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βόρειος:''' -α, -ον και -ος, -ον, Ιων. [[βορήϊος]], -η, -ον· ο προερχόμενος από το [[μέρος]] του βόρειου ανέμου, αντίθ. προς το [[νότιος]], σε Ηρόδ.· ἀκτὰ [[βόρειος]], εκτεθειμένη στον Βορρά, αυτή που βλέπει προς τον Βορρά, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:32, 30 December 2018
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον S.OC1240 (lyr.): Ion. βορήϊος, η, ον:—
A from the quarter of the north wind, northern, opp νότιος, θάλασσα Hdt. 4.37, 6.31; β. ἀκτά exposed to the north, S.l.c.; τὸ β. τεῖχος Ar.Fr.556, And.3.5, Pl.R.439e; τῆς Πλειάδος βορείου γενομένης having appeared in the north, Arist.H A542b11. 2 of the north wind, β. χειμών a winter during which northerly winds prevail, Hp.Aph.3.11, Arist.Pr. 859b21; ἔαρ ib.860a13; βόρεια, τά, northerly winds, ib.944a1, etc. (rarely in sg., Ar.V.265; ὅταν ᾖ βόρειον X.Cyn.8.1); βορείοις in the time of northerly winds, Arist.H A574a1, al.; βορείων ὄντων ib.592a14: Comp. -ότερος Arat. 247, Alex.Aphr.in Metaph.446.34: Sup. -ότατος Man.4.241. II βόρειον, = ἐλλεβορίνη, Ps.-Dsc.4.108; βόρειος, = ἀείζωον τὸ μέγα, ib.88.
German (Pape)
[Seite 454] auch 2 End., Soph. O. C. 1240; ion. u. poet. βορήϊος, Her. 4, 37; Ap. Rh. 1, 211; nördlich; τὰ βόρεια, die Nordländer.
Greek (Liddell-Scott)
βόρειος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Σοφ. Ο. Κ. 1240· Ἰων. βορήιος, η, ον· ― ἐκ τοῦ μέρους τοῦ βορείου ἀνέμου, ἀντίθ. τῷ νότιος, Ἡρόδ. 4. 37., 6, 31, κτλ.· β. ἀκτά, ἡ ἐκτεθειμένη εἰς τὸν βορρᾶν, πρὸς βορρᾶν βλέπουσα, Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὸ β. τεῖχος, ἓν τῶν μακρῶν τειχῶν ἐν Ἀθήναις, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 269. Ἀνδροκ. 24. 2, Πλάτ. Πολ. 439Ε· τὰ β., τὰ βόρεια μέρη, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 19, 10· τῆς Πλειάδος βορείου γενομένης, ἀφοῦ ἐφάνη εἰς τὸν βορρᾶν, αὐτόθι 5. 8, 10. 2) ἐπὶ τοῦ βορείου ἀνέμου, β. χειμών, χειμὼν καθ' ὃν βόρειοι ἄνεμοι ὑπερισχύουσι, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ἀριστ. Προβλ. 1. 8 κἑξ.· βόρεια, τά, βόρειοι ἄνεμοι, αὐτόθι 26. 31, κτλ.· (σπανίως καθ' ἑνικ., Ξεν. Κυν. 8, 1)· βορείοις, καθ' ὃν καιρὸν πνέουσι βόρειοι ἄνεμοι, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 19, 4, κ. ἀλλ.· οὕτω, βορείων ὄντων αὐτόθι 8. 2, 36· ―ὑπερθ. -ότατος, Μανέθ. 4. 241.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
1 du vent du nord;
2 de la région des vents du nord, boréal, septentrional.
Étymologie: Βορέας.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM βόρειος, -α, -ον, Α και βορήιος, -η, -ον, ιων. τ.) Βορέας
αυτός που βρίσκεται στον βορρά ή είναι στραμμένος προς αυτόν ή, τέλος, προέρχεται απ' αυτόν («Βόρειο Ημισφαίριο», «βόρεια πλευρά του ναού», «βόρειος άνεμος»)
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) βόρεια, τα
οι βόρειοι άνεμοι.
Greek Monotonic
βόρειος: -α, -ον και -ος, -ον, Ιων. βορήϊος, -η, -ον· ο προερχόμενος από το μέρος του βόρειου ανέμου, αντίθ. προς το νότιος, σε Ηρόδ.· ἀκτὰ βόρειος, εκτεθειμένη στον Βορρά, αυτή που βλέπει προς τον Βορρά, σε Σοφ.