ἐμπόριον: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(T22)
(4)
Line 21: Line 21:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=([[see]] ἐν, III:3), ἐμπορίου, τό ([[ἔμπορος]]), a [[place]] [[where]] [[trade]] is carried on, [[especially]] a [[seaport]]; a [[mart]], [[emporium]]; (Pliny, forum nundinarium): [[οἶκος]] ἐμπορίου a [[market]] [[house]] (epexegetical genitive (Winer s Grammar, § 59,8a.; A. V. a [[house]] of [[merchandise]])), [[Herodotus]] [[down]]; the Sept..)  
|txtha=([[see]] ἐν, III:3), ἐμπορίου, τό ([[ἔμπορος]]), a [[place]] [[where]] [[trade]] is carried on, [[especially]] a [[seaport]]; a [[mart]], [[emporium]]; (Pliny, forum nundinarium): [[οἶκος]] ἐμπορίου a [[market]] [[house]] (epexegetical genitive (Winer s Grammar, § 59,8a.; A. V. a [[house]] of [[merchandise]])), [[Herodotus]] [[down]]; the Sept..)  
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπόριον:''' τό,<br /><b class="num">I. 1.</b> Λατ. [[emporium]], [[τόπος]] εμπορίου, εμπορικό [[κέντρο]], [[αγορά]], όπως αυτή που δημιουργήθηκε από τους Φοίνικες και τους Καρχηδονίους, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>τὸ ἐμπ</i>., στην Αθήνα, εμπορεύσιμα [[αγαθά]], [[μέρος]] στο οποίο οι έμποροι συγκεντρώνονταν, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἐμπόρια</i>, <i>τά</i>, εμπορεύματα, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 18:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπόριον Medium diacritics: ἐμπόριον Low diacritics: εμπόριον Capitals: ΕΜΠΟΡΙΟΝ
Transliteration A: empórion Transliteration B: emporion Transliteration C: emporion Beta Code: e)mpo/rion

English (LSJ)

τό,

   A trading-station, mart, factory, Hdt.1.165, al., Th.1.100, Ar.Av. 1523, IPE12.47.9 (Olbia, i A. D.), etc.; προστάται τοῦ ἐ. Hdt.2.178; ἐ. παρέχειν, of Corinth, Th.1.13.    b market-centre for a district which had no πόλις, SIG880.22 (Macedonia, iii A. D.).    2 τὸ ἐ., at Athens, the Exchange, where the merchants resorted, δανείσασθαι Χρήματα ἐν τῷ ἐμπορίῶ D.35.1, cf. 18.309; ἐκ τοὐμπορίου τινές foreign merchants, Diph.17.3, cf. 43.9.    II ἐμπόρια, τά, merchandise, X. Vect.1.7.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπόριον: τό, Λατ. emporium, τόπος ἐμπορικὸς παρὰ τὴν θάλασσαν, λιμὴν ἐμπορικὸς ἔνθα προσορμίζονται πλοῖα ἐμπορικὰ πρὸς φόρτωσιν ἢ ἐκφόρτωσιν ἐμπορευμάτων, σταθμὸς ἐμπορικός, ἀγορά, ἀποθήκη ἐμπορευμάτων, οἵας εἶχον οἱ Φοίνικες καὶ οἱ Καρχηδόνιοι ἐν Σικελίᾳ καὶ Ἱσπανίᾳ, καὶ οἱ Ἕλληνες εἰς πλεῖστα παράλια τῆς Μεσογείου καὶ τοῦ Εὐξείνου πόντου, Ἡρόδ. 1. 165., 4. 108, 7. 158., 9. 106, Θουκ. 1. 100., 7. 50, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1523˙ προστάται τοῦ ἐμπορίου, ἐπιμεληταί, ὡς τὸ Λατ. praefecti mercatorum, Ἡρόδ. 2. 178˙ ἐμπόριον παρέχοντες ἀμφότερα, καθιστῶντες (τὴν ἑαυτῶν πόλιν οἱ Κορίνθιοι) κέντρον ἐμπορίου καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλασσαν, Θουκ. 1. 13. 2) τὸ ἐμπ. ἐν Ἀθήναις, εἶδος χρηματιστηρίου ἔνθα συνήρχοντο οἱ ἔμποροι, δανείσασθαι χρήματα ἐν τῷ ἐμπορίῳ Δημ. 923. 4. πρβλ. 328. 20˙ πότερ’ Ἀττικοὶ ἅπαντες, ἢ κἀκ τοὐμπορίου τινές; ἢ ξένοι ἔμποροι: Δίφιλος ἐν «’Απολιπούσῃ» 1. 3˙ οἷον τὸ κατὰ τοὐμπόριον... γένος ὁ αὐτὸς ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 9˙ πρβλ. ἐπιμελητὴς ΙΙ. 5. ΙΙ. ἐμπόρια, τά, ἐμπορεύματα, Ξεν. Πόροι 1. 7. (Schneid. ἐμπορίας, πρβλ. ἐμπορία ΙΙ).

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 emporio, factoría, mercado, enclave comercial
a) gener. en la costa, Hdt.4.152, Ar.Au.1523, Arist.Oec.1348b21, en Tracia τὰ ἐν τῇ ἀντιπέρας Θρᾴκῃ ἐμπόρια Th.1.100, cf. Scyl.Per.67, en Samotracia ἐν τῇ ἠπείρῳ ἐμπόρια Δρῦς, Ζώνη Scyl.Per.67, en Creta, Str.10.4.11, τὸ τῶν Ἀρωμάτων ἐ. en el Mar Rojo Peripl.M.Rubri 12, ἐ. νόμιμον puerto comercial sujeto a legislación restrictiva, e.d., donde la compraventa no es libre Peripl.M.Rubri 4, 21, en Bitinia οἱ κατοικοῦντες τὸ ἐ. IPrusias 29.10 (III d.C.), cf. SEG 37.1072.2 (Nicomedia IV/V d.C.), IApameia 126.9 (VI d.C.), IKyzikos 1.581 (imper.), convertido con el tiempo en πόλις, de Bizancio τὴν πόλιν ἐπ' ἐμπορίου κειμένην Theopomp.Hist.62;
b) en el interior τὰ κατὰ τὴν ἄλλην χώραν ἐμπόρια en Egipto, D.S.1.67, cf. SEG 43.486.22, 24 (Tracia IV a.C.), cf. St.Byz.s.u. Πίστιρος, IGBulg.3.1690e.31 (III d.C.), en Sicilia τὰ μεσόγεια ἐμπόρια D.H.7.20.
2 mercado portuario, barrio comercial zona delimitada del puerto donde se concentran las actividades comerciales ἐμπορίο καὶ hοδō ὅρος IG 13.1101 (V a.C.), ἔξω τῶν σημείων τοῦ ... ἐμπορίου D.35.28, dif. de λιμήν ‘puerto’ τὰ δὲ περὶ τοὺς λιμένας μέρη δεῖγμα, χῶμα, ἐ. καὶ ... ἐξαίρεσις Hyp.Fr.186, cf. 70, X.HG 5.2.16.
3 p. ext. puerto comercial de una πόλις pero dif. de ella εἶναι ... ἀσυλίαν τοῖς ἀφικνουμένοις Σινωπέων εἰς τὴν πόλιν ἢ εἰς τὸ ἐ. IG 12(9).1186.29 (Histiea III a.C.), τὸ Ἀθηναίων ἐ. del Pireo, D.34.4, τὸ σιτικὸν ἐ. Arist.Ath.51.4, πότερ' Ἀττικοὶ ἅπαντες ἢ κἀκ τοὐμπορίου τινές; Diph.17.3, cf. 42.9, en Delos οἱ ἔμποροι καὶ ναύκληροι οἱ καταπλέοντες εἰς τὸ ἐ. ID 1657.5 (I a.C.), μὴ ὀκνήσῃς διελθὼν εἰς ἐ. καὶ ἀγοράσας en Alejandría PCair.Zen.25.9, cf. PSI 413.5 (ambos III a.C.), τὸ ξενικὸν ἐ. donde se almacenaban las mercancías extranjeras en espera de pasar por la aduana COrd.Ptol.53.33 (II a.C.), en Asia Menor τὸ φορτήγιον τοῦ ἐμπορίου IAlex.Troas 151 (III d.C.), cf. ISmyrna 713 (III d.C.), τὸ Σικελικὸν ἐ. el mercado siciliano e.d. los puertos de Sicilia Scymn.493, cf. Str.6.2.1, en Tanais CIRB 1237, 1242 (ambas II d.C.)
administrado por magistrados que inspeccionan las actividades comerciales: en Atenas ἐμπορίου ἐπιμεληταί Arist.Ath.51.4, cf. Din.2.10, SEG 26.72.22 (Atenas IV a.C.), en Delos bajo control aten. ἐμπορίου ἐπιμελητής SEG 32.218.176 (II/I a.C.), cf. ID 1710.5 (I a.C.), en Mileto κατὰ τὸν νόμον τῶν τοῦ ἐμπορίου ἐπιμελητῶν Milet 1(3).140.63 (III a.C.), en Rodas NSRC 20.9 (I a.C.) en Ath.Mitt.51.1926.4, en Náucratis προστάται τοῦ ἐμπορίου Hdt.2.178, en Alejandría πρὸς τῇ ἐπιστατείᾳ τοῦ ξενικοῦ ἐμπορίου IAlex.Ptol.58.5 (II a.C.).
4 p. ext. emporio, mercado, ciudad o centro comercial
a) de antiguas colonias comerciales convertidas en ciudad τὰ Ποντικὰ ἐμπόρια Hdt.4.24, cf. Str.11.2.10, Ὀλβία ... μέγα ἐ., κτίσμα Μιλησίων Str.7.3.17, cf. 7.4.5;
b) de ciu. c. una importante vocación comercial: Tiro ἔσται ἐ. πάσαις ταῖς βασιλείαις τῆς οἰκουμένης LXX Is.23.17, Éfeso ἐ. οὖσα μέγιστον τῶν κατὰ τὴν Ἀσίαν Str.14.1.24, Alejandría μέγιστον ἐ. τῆς οἰκουμένης Str.17.1.13.
5 lonja o casa de contratación οἶκος ἐμπορίου dicho por Jesucristo del Templo de Jerusalén al expulsar a los comerciantes Eu.Io.2.16
almacén de venta al por mayor de productos de importación ἐ. ἀγορασμῶν [με] στὸν ἐξ Ἀκ[ου] ιτανίης IGF 141.8 (Lugdunum II/III d.C.)
prob. tienda de venta al por menor IG 3(3).75a.11 (IV a.C.).

English (Strong)

neuter from ἔμπορος; a mart ("emporium"): merchandise.

English (Thayer)

(see ἐν, III:3), ἐμπορίου, τό (ἔμπορος), a place where trade is carried on, especially a seaport; a mart, emporium; (Pliny, forum nundinarium): οἶκος ἐμπορίου a market house (epexegetical genitive (Winer s Grammar, § 59,8a.; A. V. a house of merchandise)), Herodotus down; the Sept..)

Greek Monotonic

ἐμπόριον: τό,
I. 1. Λατ. emporium, τόπος εμπορίου, εμπορικό κέντρο, αγορά, όπως αυτή που δημιουργήθηκε από τους Φοίνικες και τους Καρχηδονίους, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. τὸ ἐμπ., στην Αθήνα, εμπορεύσιμα αγαθά, μέρος στο οποίο οι έμποροι συγκεντρώνονταν, σε Δημ.
II. ἐμπόρια, τά, εμπορεύματα, σε Ξεν.