διατρίβω: Difference between revisions

4
(9)
(4)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[διατρίβω]])<br /><b>1.</b> [[διαμένω]], [[παραμένω]], [[κατοικώ]]<br /><b>2.</b> (για χρόνο) [[ξοδεύω]], [[σπαταλώ]], [[περνώ]] την ώρα μου («ὀλίγον δὲ χρόνον διατρίψαντες ἐξερχόμεθα», <b>Ξεν.</b> Ελλ.)<br /><b>3.</b> <b>(απολ.)</b> [[χάνω]] τον καιρό μου, [[χρονοτριβώ]], [[καθυστερώ]] («οὐ μὴ διατρίψεις», Αριστφ. Βάτρ.)<br /><b>4.</b> απασχολούμαι με [[κάτι]], ενασχολούμαι σε [[κάτι]], [[καταγίνομαι]] μ' αυτό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τρίβω]], [[τρίβω]] [[δυνατά]] «χερσί διατρίψας», Όμ.)<br /><b>2.</b> [[καταναλώνω]], [[φθείρω]], [[καταστρέφω]] («[[πάντα]] κατατρίβουσιν Ἀχαιοί», Όμ.)<br /><b>3.</b> [[αναβάλλω]] εξαιτίας της αργοπορίας μου, [[εμποδίζω]], [[παρακωλύω]] («οὔ τι [[διατρίβω]] μητρός γάμον, [[ἀλλά]] [[κελεύω]] γήμασθ' ᾧ κ' ἐθέλη» — [[ούτε]] [[καθυστερώ]] τον γάμο της μητέρας μου [[αλλά]] τήν [[προτρέπω]] να παντρευτεί όποιον θέλει, Όμ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ὄφρα]] κεν ἥ γε διατρίβησιν 'Αχαιοὺς ὃν γάμον» — για να αναβάλλει τον χρόνο του γάμου για τους Αχαιούς <b>Όμ.</b><br /><b>5.</b> (με γεν. πράγμ.) «μὴ δηθὰ διατρίβωμεν ὁδοῑο» — ας μη χάνουμε τον καιρό μας στον δρόμο, <b>Όμ.</b><br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> [[καθυστερώ]], [[χρονοτριβώ]] («μή τι διατριβώμεθα πείρης» — ας μη χρονοτριβούμε σε δοκιμές, Απολ. Ρόδ.).
|mltxt=(AM [[διατρίβω]])<br /><b>1.</b> [[διαμένω]], [[παραμένω]], [[κατοικώ]]<br /><b>2.</b> (για χρόνο) [[ξοδεύω]], [[σπαταλώ]], [[περνώ]] την ώρα μου («ὀλίγον δὲ χρόνον διατρίψαντες ἐξερχόμεθα», <b>Ξεν.</b> Ελλ.)<br /><b>3.</b> <b>(απολ.)</b> [[χάνω]] τον καιρό μου, [[χρονοτριβώ]], [[καθυστερώ]] («οὐ μὴ διατρίψεις», Αριστφ. Βάτρ.)<br /><b>4.</b> απασχολούμαι με [[κάτι]], ενασχολούμαι σε [[κάτι]], [[καταγίνομαι]] μ' αυτό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τρίβω]], [[τρίβω]] [[δυνατά]] «χερσί διατρίψας», Όμ.)<br /><b>2.</b> [[καταναλώνω]], [[φθείρω]], [[καταστρέφω]] («[[πάντα]] κατατρίβουσιν Ἀχαιοί», Όμ.)<br /><b>3.</b> [[αναβάλλω]] εξαιτίας της αργοπορίας μου, [[εμποδίζω]], [[παρακωλύω]] («οὔ τι [[διατρίβω]] μητρός γάμον, [[ἀλλά]] [[κελεύω]] γήμασθ' ᾧ κ' ἐθέλη» — [[ούτε]] [[καθυστερώ]] τον γάμο της μητέρας μου [[αλλά]] τήν [[προτρέπω]] να παντρευτεί όποιον θέλει, Όμ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ὄφρα]] κεν ἥ γε διατρίβησιν 'Αχαιοὺς ὃν γάμον» — για να αναβάλλει τον χρόνο του γάμου για τους Αχαιούς <b>Όμ.</b><br /><b>5.</b> (με γεν. πράγμ.) «μὴ δηθὰ διατρίβωμεν ὁδοῑο» — ας μη χάνουμε τον καιρό μας στον δρόμο, <b>Όμ.</b><br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> [[καθυστερώ]], [[χρονοτριβώ]] («μή τι διατριβώμεθα πείρης» — ας μη χρονοτριβούμε σε δοκιμές, Απολ. Ρόδ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''διατρίβω:''' [ῑ], μέλλ. <i>-ψω</i> — Παθ. αόρ. βʹ -ετρίβην [ῐ], παρακ. -[[τέτριμμαι]]·<br /><b class="num">I.</b> [[τρίβω]] [[ανάμεσα]], [[τρίβω]] με [[πίεση]], [[φθείρω]], [[καταναλώνω]], [[δαπανώ]], [[χαραμίζω]], σε Όμηρ. — Παθ., <i>διατρῐβῆναι</i>, φθείρομαι, καταστρέφομαι εντελώς, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> <i>δ. χρόνον</i>, Λατ. terere [[tempus]], [[σπαταλώ]], [[δαπανώ]], [[καταναλώνω]], χρόνο, στον ίδ., σε Ξεν. — Παθ., <i>ἐνιαυτὸς διετρίβη</i>, σε Θουκ. <b>2. α)</b> απόλ., ([[χωρίς]] το <i>χρόνον</i>), [[χαραμίζω]] το χρόνο, τον [[σπαταλώ]], <i>οὐ μὴ διατρίψεις</i>, δηλ. μην καθυστερήσεις περισσότερο, μην αργοπορήσεις, σε Αριστοφ.· <i>δ. ἐν γυμνασίοις</i>, περνώ όλο το χρόνο μου [[εκεί]], στον ίδ.· δ. μετ' [[ἀλλήλων]], [[συνεχίζω]] να [[μιλώ]], στον ίδ.· από όπου, [[απασχολώ]] τον εαυτό μου σε ή με ένα [[πράγμα]], <i>ἔν</i> ή [[ἐπί]] τινι, σε Πλάτ.· [[περί]] τι, στον ίδ.· με μτχ., <i>δ. μελετῶν</i>, σε Ξεν. <b>β)</b> επίσης απόλ., χάνω χρόνο, [[καθυστερώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. κ.λπ.· με γεν., <i>δ. ὁδοῖο</i>, [[καθυστερώ]] στον δρόμο, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">III.</b> [[ματαιώνω]], [[εμποδίζω]], [[παρακωλύω]], [[δυσχεραίνω]] ένα [[πράγμα]], σε Όμηρ.· <i>δ. Ἀχαιοὺς ὃν γάμον</i>, τους απάλλαξε στο [[ζήτημα]] του γάμου της, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}