λογχήρης: Difference between revisions

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (AM [[λογχήρης]], -ες)<br />οπλισμένος με [[λόγχη]], [[λογχοφόρος]] («ἤξει χθόνα λογχήρεσι... ἀσπισταῑς», <b>Ευρ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λόγχη]] <span style="color: red;">+</span> επίθ. -[[ήρης]] (I) (<span style="color: red;"><</span> [[ἀραρίσκω]] «[[συνδέω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ξιφ</i>-[[ήρης]].
|mltxt=-ες (AM [[λογχήρης]], -ες)<br />οπλισμένος με [[λόγχη]], [[λογχοφόρος]] («ἤξει χθόνα λογχήρεσι... ἀσπισταῑς», <b>Ευρ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λόγχη]] <span style="color: red;">+</span> επίθ. -[[ήρης]] (I) (<span style="color: red;"><</span> [[ἀραρίσκω]] «[[συνδέω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ξιφ</i>-[[ήρης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λογχήρης:''' -ες (ἄρω), οπλισμένος με [[λόγχη]], [[δορυφόρος]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 18:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογχήρης Medium diacritics: λογχήρης Low diacritics: λογχήρης Capitals: ΛΟΓΧΗΡΗΣ
Transliteration A: lonchḗrēs Transliteration B: lonchērēs Transliteration C: logchiris Beta Code: logxh/rhs

English (LSJ)

ες,

   A armed with a spear, λ. ἀσπισταί with spear and shield, E.IA1067 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

λογχήρης: -ες, ὡπλισμένος διὰ λόγχης, λ. ἀσπιστής, ἔχω λόγχην καὶ ἀσπίδα, Εὐρ. Ι. Α. 1067.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
armé d’une lance.
Étymologie: λόγχη, ἄρω.

Greek Monolingual

-ες (AM λογχήρης, -ες)
οπλισμένος με λόγχη, λογχοφόρος («ἤξει χθόνα λογχήρεσι... ἀσπισταῑς», Ευρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + επίθ. -ήρης (I) (< ἀραρίσκω «συνδέω»), πρβλ. ξιφ-ήρης.

Greek Monotonic

λογχήρης: -ες (ἄρω), οπλισμένος με λόγχη, δορυφόρος, σε Ευρ.