τόσσαις: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(41) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />συνέβη να [[είναι]], έτυχε να [[είναι]]. | |mltxt=Α<br />συνέβη να [[είναι]], έτυχε να [[είναι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τόσσαις:''' Δωρ. αντί [[τόσσας]], μτχ. αορ. του οποίου ο ενεστ. είναι [[άγνωστος]] = [[τυγχάνω]], τυχαίνει να είμαι, σε Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:08, 30 December 2018
English (LSJ)
Aeol. for τόσσας, aor. part. of an unknown pres.
A = τυγχάνω, happen to be, Pi.P.3.27 (just as τυχών is used, ib.4.5); inf., τόσσαι καλῶν Id.Fr.22; cf. ἐπέτοσσε.
Greek (Liddell-Scott)
τόσσαις: Δωρικ. ἀντὶ τόσσας, μετοχ. ἀορ., οὗ ἄγνωστος ὁ ἐνεστ. = τυγχάνω, ἐν δ’ ἄρα μηλοδόκῳ Πυθῶνι τόσσαις ἄϊεν ναοῦ βασιλεύς, ἐν δὲ τῷ Πυθῶνι τυχὼν ὁ βασιλεύς, δηλ. ὁ Ἀπόλλων, ἐπῄσθετο, Πινδ. Π. 3. 48 (ἀκριβῶς ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας ἐφ’ ἧς κεῖται τὸ τυχών, αὐτόθι 4. 7), πρβλ. Böckh Nott Crit. σ. 456, καὶ ἴδε ἐν λ. ἐπέτοσσε. (Πιθ. ἐκ τῆς √ΤΟΚ, ἐξ ἧς τὸ τόξον, συγγενοῦς δὲ τῇ √ΤΥΧ, τυγχάνω· ἴδε ἐν λέξ. τίκτω).
French (Bailly abrégé)
1dat. pl. fém. de τόσσος.
2nom. masc. sg. part. ao. Act. dor. : s’étant trouvé par hasard PIND.
Étymologie: dor. p. *τόσσᾱς, v. ἐπέτοσσε ; cf. τυγχάνω.
Greek Monolingual
Α
συνέβη να είναι, έτυχε να είναι.
Greek Monotonic
τόσσαις: Δωρ. αντί τόσσας, μτχ. αορ. του οποίου ο ενεστ. είναι άγνωστος = τυγχάνω, τυχαίνει να είμαι, σε Πίνδ.