εὐπρόσοιστος: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐπρόσοιστος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο εύκολα πλησιάζει [[κάποιος]], [[εύκολος]] («[[ευπρόσοδος]] [[ἔκβασις]]» — εύκολη [[έκβαση]], δυνατή [[λύση]], <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>προσ</i>-<i>οιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>-[[οίσω]], μέλλ. του <i>προσ</i>-[[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>πρόσ</i>-<i>οιστος</i>, <i>δυσ</i>-<i>πρόσ</i>-<i>οιστος</i>].
|mltxt=[[εὐπρόσοιστος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο εύκολα πλησιάζει [[κάποιος]], [[εύκολος]] («[[ευπρόσοδος]] [[ἔκβασις]]» — εύκολη [[έκβαση]], δυνατή [[λύση]], <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>προσ</i>-<i>οιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>-[[οίσω]], μέλλ. του <i>προσ</i>-[[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>πρόσ</i>-<i>οιστος</i>, <i>δυσ</i>-<i>πρόσ</i>-<i>οιστος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐπρόσοιστος:''' -ον, ευκολοπλησίαστος· γενικά, [[εύκολος]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 19:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπρόσοιστος Medium diacritics: εὐπρόσοιστος Low diacritics: ευπρόσοιστος Capitals: ΕΥΠΡΟΣΟΙΣΤΟΣ
Transliteration A: euprósoistos Transliteration B: euprosoistos Transliteration C: efprosoistos Beta Code: eu)pro/soistos

English (LSJ)

ον,

   A easy of approach: generally, easy, ἔκβασις E.Med.279.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπρόσοιστος: -ον, εὐκόλως πλησιαζόμενος· καὶ καθόλου, εὔκολος, ἔκβασις Εὐρ. Μήδ. 279.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facilement accessible ; facile.
Étymologie: εὖ, προσοίσω de προσφέρω.

Greek Monolingual

εὐπρόσοιστος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο εύκολα πλησιάζει κάποιος, εύκολοςευπρόσοδος ἔκβασις» — εύκολη έκβαση, δυνατή λύση, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -προσ-οιστος (< προσ-οίσω, μέλλ. του προσ-φέρω), πρβλ. α-πρόσ-οιστος, δυσ-πρόσ-οιστος].

Greek Monotonic

εὐπρόσοιστος: -ον, ευκολοπλησίαστος· γενικά, εύκολος, σε Ευρ.