ταρακτικός: Difference between revisions

6
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ή, -ό / [[ταρακτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[ταραχτικός]], -ή, -ό, Ν [[ταράκτης]]<br />αυτός που προκαλεί [[ταραχή]], ψυχική [[αναστάτωση]], [[συνταρακτικός]] (α. «ταρακτικές ειδήσεις» β. «τῶν αἰσθητηρίων ἀκοὴ ταρακτικώτατόν ἐστι τῆς ψυχῆς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ταρακτικός]]<br />(<b>για πρόσ.</b>) [[στασιαστής]] («τοὺς ταρακτικοὺς καὶ νεωτεριστάς», Διον. Αλ.)<br /><b>2.</b> (για τροφές) αυτός που προκαλεί στομαχικές διαταραχές.
|mltxt=ή, -ό / [[ταρακτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[ταραχτικός]], -ή, -ό, Ν [[ταράκτης]]<br />αυτός που προκαλεί [[ταραχή]], ψυχική [[αναστάτωση]], [[συνταρακτικός]] (α. «ταρακτικές ειδήσεις» β. «τῶν αἰσθητηρίων ἀκοὴ ταρακτικώτατόν ἐστι τῆς ψυχῆς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ταρακτικός]]<br />(<b>για πρόσ.</b>) [[στασιαστής]] («τοὺς ταρακτικοὺς καὶ νεωτεριστάς», Διον. Αλ.)<br /><b>2.</b> (για τροφές) αυτός που προκαλεί στομαχικές διαταραχές.
}}
{{lsm
|lsmtext='''τᾰρακτικός:''' -ή, -όν ([[ταράσσω]]), αυτός που διαταράζει, προκαλεί [[αναταραχή]], [[αναστάτωση]], με γεν., <i>τῆς ψυχῆς</i>, σε Πλούτ.
}}
}}