φιλοπροσήγορος: Difference between revisions

From LSJ

παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτοspare me this | let this cup pass from me

Source
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />[[ευπροσήγορος]], [[προσηνής]], [[καταδεκτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φιλοπροσηγόρως</i> Α<br />με [[φιλοπροσηγορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[προσήγορος]] «αυτός που προσαγορεύει, που προσφωνεί κάποιον»].
|mltxt=-ον, Α<br />[[ευπροσήγορος]], [[προσηνής]], [[καταδεκτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φιλοπροσηγόρως</i> Α<br />με [[φιλοπροσηγορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[προσήγορος]] «αυτός που προσαγορεύει, που προσφωνεί κάποιον»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοπροσήγορος:''' -ον, αυτός που προσφωνεί εύκολα, [[καταδεκτικός]], [[φιλοφρονητικός]], σε Ισοκρ.
}}
}}

Revision as of 19:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοπροσήγορος Medium diacritics: φιλοπροσήγορος Low diacritics: φιλοπροσήγορος Capitals: ΦΙΛΟΠΡΟΣΗΓΟΡΟΣ
Transliteration A: philoprosḗgoros Transliteration B: philoprosēgoros Transliteration C: filoprosigoros Beta Code: filoprosh/goros

English (LSJ)

ον,

   A affable, Isoc.1.20, Poll.5.137, Plu.2.10a, etc. Adv. -ρως Poll.5.139.

German (Pape)

[Seite 1284] gern mit den Leuten sprechend, leutselig, τῷ τρόπῳ Isocr. 1, 20; s. B. A. 71.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοπροσήγορος: -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ προσφωνῇ τοὺς ἀπαντῶντας, τῷ... τρόπῳ γίνου φιλοπροσήγορος Ἰσοκρ. 6Α, Πολυδ. Ε΄, 137, Πλούτ., κλπ. Ἐπίρρ. -ρως, Πολυδ. Ε΄, 139.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’un abord aimable, affable.
Étymologie: φίλος, προσήγορος.

Greek Monolingual

-ον, Α
ευπροσήγορος, προσηνής, καταδεκτικός.
επίρρ...
φιλοπροσηγόρως Α
με φιλοπροσηγορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + προσήγορος «αυτός που προσαγορεύει, που προσφωνεί κάποιον»].

Greek Monotonic

φῐλοπροσήγορος: -ον, αυτός που προσφωνεί εύκολα, καταδεκτικός, φιλοφρονητικός, σε Ισοκρ.