κόλλα: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
(21) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (AM [[κόλλα]])<br />[[κάθε]] [[γλοιώδης]] [[ουσία]] που χρησιμοποιείται για συγκολλήσεις ή συνενώσεις<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[άμυλο]] ή [[άλλη]] ύλη που χρησιμοποιείται για [[κολλάρισμα]] ρούχων<br /><b>2.</b> [[ουσία]] που χρησιμοποιείται για να κάνει το [[κρασί]] διαυγές<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κόλλα]] [[λουξ]]»<br />(τροφ. τεχνολ.) [[ονομασία]] ουσίας που χρησιμοποιείται για τη διαύγαση του κρασιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κολ</i>-<i>yă</i>. Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kol</i>(<i>e</i>)<i>i</i>- «[[κόλλα]]», εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>yα</i> και συνδέεται πιθ. με αρχ. σλαβ. <i>klejĭ</i>, ρωσ. <i>klej</i> «[[κόλλα]]» και μσν. [[κάτω]] γερμ. <i>helen</i> «[[κολλώ]]». Τη λ. δανείστηκε η μεταγενέστερη Λατινική και από αυτήν οι ρομανικές γλώσσες, <b>[[πρβλ]].</b> ιταλ. <i>colla</i>, γαλλ. <i>colle</i>. Συνώνυμη [[είναι]] η λ. [[γλοιός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κολλώ]], [[κολλώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κολλήεις]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κολλίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κολλεψός]], [[κολλομελώ]], [[κολλοπώλης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κολλογόνος]]. (Β' συνθετικό) [[ιχθυόκολλα]], [[λιθόκολλα]], [[ξυλόκολλα]], [[χρυσόκολλα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ξηρόκολλα]], [[σαρκόκολλα]], [[ταυρόκολλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλευρόκολλα]], [[αμυγδαλόκολλα]], [[αμυλόκολλα]], <i>αργιλόκολλα</i>, [[γυψόκολλα]], [[δενδρόκολλα]], [[δερματόκολλα]], [[οστεόκολλα]], [[φυτόκολλα]], [[χονδρόκολλα]], [[ψαρόκολλα]]. Με τη [[μορφή]] -[[κόλλος]], -<i>κολλον</i>: [[πρωτόκολλο]](ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>άκολλος</i>, [[αμφίκολλος]], [[αρτίκολλος]], [[γυιόκολλος]], <i>έγκολλος</i>, [[εύκολλος]], [[εχέκολλος]], [[ιχθυόκολλον]], [[κατάκολλος]], [[λιθόκολλος]], [[παράκολλος]], [[πρόσκολλος]], [[σύγκολλος]], [[ταυρόκολλον]], [[χρυσόκολλος]].———————— <b>(II)</b><br />η (Μ [[κόλλα]])<br />ακέραιο [[φύλλο]] χαρτιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>colla</i>]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />η (AM [[κόλλα]])<br />[[κάθε]] [[γλοιώδης]] [[ουσία]] που χρησιμοποιείται για συγκολλήσεις ή συνενώσεις<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[άμυλο]] ή [[άλλη]] ύλη που χρησιμοποιείται για [[κολλάρισμα]] ρούχων<br /><b>2.</b> [[ουσία]] που χρησιμοποιείται για να κάνει το [[κρασί]] διαυγές<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κόλλα]] [[λουξ]]»<br />(τροφ. τεχνολ.) [[ονομασία]] ουσίας που χρησιμοποιείται για τη διαύγαση του κρασιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κολ</i>-<i>yă</i>. Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kol</i>(<i>e</i>)<i>i</i>- «[[κόλλα]]», εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>yα</i> και συνδέεται πιθ. με αρχ. σλαβ. <i>klejĭ</i>, ρωσ. <i>klej</i> «[[κόλλα]]» και μσν. [[κάτω]] γερμ. <i>helen</i> «[[κολλώ]]». Τη λ. δανείστηκε η μεταγενέστερη Λατινική και από αυτήν οι ρομανικές γλώσσες, <b>[[πρβλ]].</b> ιταλ. <i>colla</i>, γαλλ. <i>colle</i>. Συνώνυμη [[είναι]] η λ. [[γλοιός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κολλώ]], [[κολλώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κολλήεις]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κολλίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κολλεψός]], [[κολλομελώ]], [[κολλοπώλης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κολλογόνος]]. (Β' συνθετικό) [[ιχθυόκολλα]], [[λιθόκολλα]], [[ξυλόκολλα]], [[χρυσόκολλα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ξηρόκολλα]], [[σαρκόκολλα]], [[ταυρόκολλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλευρόκολλα]], [[αμυγδαλόκολλα]], [[αμυλόκολλα]], <i>αργιλόκολλα</i>, [[γυψόκολλα]], [[δενδρόκολλα]], [[δερματόκολλα]], [[οστεόκολλα]], [[φυτόκολλα]], [[χονδρόκολλα]], [[ψαρόκολλα]]. Με τη [[μορφή]] -[[κόλλος]], -<i>κολλον</i>: [[πρωτόκολλο]](ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>άκολλος</i>, [[αμφίκολλος]], [[αρτίκολλος]], [[γυιόκολλος]], <i>έγκολλος</i>, [[εύκολλος]], [[εχέκολλος]], [[ιχθυόκολλον]], [[κατάκολλος]], [[λιθόκολλος]], [[παράκολλος]], [[πρόσκολλος]], [[σύγκολλος]], [[ταυρόκολλον]], [[χρυσόκολλος]].———————— <b>(II)</b><br />η (Μ [[κόλλα]])<br />ακέραιο [[φύλλο]] χαρτιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>colla</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κόλλᾰ:''' -ης, ἡ, [[κόλλα]], Λατ. [[gluten]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:19, 30 December 2018
English (LSJ)
ης, ἡ,
A glue, Hdt.2.86, Hp.Art.33, Arist.Ph.227a17, IG22.1672.68. 2 flour-paste, Dsc.2.85.
German (Pape)
[Seite 1473] ἡ, der Leim; Her. 2, 86; Arist. Heteor. 4, 4 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κόλλᾰ: ης, Λατ. gluten, Ἡρόδ. 2. 86, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799, Ἀριστ., κτλ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
gomme ; colle.
Étymologie: DELG mot i.-e.
Greek Monolingual
(I)
η (AM κόλλα)
κάθε γλοιώδης ουσία που χρησιμοποιείται για συγκολλήσεις ή συνενώσεις
νεοελλ.
1. άμυλο ή άλλη ύλη που χρησιμοποιείται για κολλάρισμα ρούχων
2. ουσία που χρησιμοποιείται για να κάνει το κρασί διαυγές
3. φρ. «κόλλα λουξ»
(τροφ. τεχνολ.) ονομασία ουσίας που χρησιμοποιείται για τη διαύγαση του κρασιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολ-yă. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kol(e)i- «κόλλα», εμφανίζει επίθημα -yα και συνδέεται πιθ. με αρχ. σλαβ. klejĭ, ρωσ. klej «κόλλα» και μσν. κάτω γερμ. helen «κολλώ». Τη λ. δανείστηκε η μεταγενέστερη Λατινική και από αυτήν οι ρομανικές γλώσσες, πρβλ. ιταλ. colla, γαλλ. colle. Συνώνυμη είναι η λ. γλοιός.
ΠΑΡ. κολλώ, κολλώδης
αρχ.
κολλήεις
μσν.
κολλίζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κολλεψός, κολλομελώ, κολλοπώλης
νεοελλ.
κολλογόνος. (Β' συνθετικό) ιχθυόκολλα, λιθόκολλα, ξυλόκολλα, χρυσόκολλα
αρχ.
ξηρόκολλα, σαρκόκολλα, ταυρόκολλα
νεοελλ.
αλευρόκολλα, αμυγδαλόκολλα, αμυλόκολλα, αργιλόκολλα, γυψόκολλα, δενδρόκολλα, δερματόκολλα, οστεόκολλα, φυτόκολλα, χονδρόκολλα, ψαρόκολλα. Με τη μορφή -κόλλος, -κολλον: πρωτόκολλο(ν)
αρχ.
άκολλος, αμφίκολλος, αρτίκολλος, γυιόκολλος, έγκολλος, εύκολλος, εχέκολλος, ιχθυόκολλον, κατάκολλος, λιθόκολλος, παράκολλος, πρόσκολλος, σύγκολλος, ταυρόκολλον, χρυσόκολλος.———————— (II)
η (Μ κόλλα)
ακέραιο φύλλο χαρτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. colla].