μήτοι: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μήτοι]] και μή τοι (Α)<br /><b>1.</b> ισχυρότερος [[τύπος]] του μη<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> [[μήτοι]] γε</i><br />[[τουλάχιστον]] όχι («[[μήτοι]] καὶ ἀλλήλους γε καὶ ἐφ' οὓς ᾔεσαν ἅμα ἀδικεῑν», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=[[μήτοι]] και μή τοι (Α)<br /><b>1.</b> ισχυρότερος [[τύπος]] του μη<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> [[μήτοι]] γε</i><br />[[τουλάχιστον]] όχι («[[μήτοι]] καὶ ἀλλήλους γε καὶ ἐφ' οὓς ᾔεσαν ἅμα ἀδικεῑν», <b>Πλάτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''μήτοι:''' ή [[μήτοι]], επιτετ. [[τύπος]] του <i>μή</i>, με προστ. και υποτ.,<br /><b class="num">1.</b> μή [[τοι]] δοκεῖτε, σε Αισχύλ. κ.λπ.· σε όρκο, με απαρ., στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[μετά]] από ρήματα που υποδηλώνουν [[άρνηση]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 19:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μήτοι Medium diacritics: μήτοι Low diacritics: μήτοι Capitals: ΜΗΤΟΙ
Transliteration A: mḗtoi Transliteration B: mētoi Transliteration C: mitoi Beta Code: mh/toi

English (LSJ)

or μή τοι, stronger form of μή, with imper. and subj.,

   A μή τοι δοκεῖτε A.Pr.436, cf. S.OC1407, 1439, Ant.544, etc.; in an oath, c. inf., A.Eu.765: in Pl.folld. by γε, at least not, R.352c, 388b.    2 after Verbs implying negation, ὅς σ' ἐπεῖχ' ὰεὶ μή τοι . . αἰσχύνειν φίλους S.El.518.

German (Pape)

[Seite 179] nicht doch, mit nichten, keinesweges, Hesiod. u. Folgende; nach ὁρκωμοτήσας, Aesch. Eum. 735; μή τοί με πρὸς θεῶν ἀτιμάσητε, Soph. O. C. 1409, wie Ant. 540; ἣ αὐτοὺς ἐποίει μήτοι καὶ ἀλλήλους γε καὶ ἐφ' οὓς ᾔεσαν ἅμα ἀδικεῖν, Plat. Rep. I, 352 c, vgl. III, 388 b Phil. 67 a; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μήτοι: ἢ μή τοι, τύπος ἰσχυρότερος τοῦ μή, μετὰ προστ. καὶ ὑποτακτ., μή τοι δοκεῖτε Αἰσχύλ. Πρ. 436, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1407, 1438, Ἀντ. 544, κτλ.· ἐπὶ ὅρκου, μετ’ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 765· παρὰ Πλάτ., ἑπομένου γε, Πολ. 352C, 382Β. 2) κατόπιν ῥημάτων δηλούντων ἄρνησιν, Σοφ. Ἠλ. 518.

French (Bailly abrégé)

v. μή in fine.

Greek Monolingual

μήτοι και μή τοι (Α)
1. ισχυρότερος τύπος του μη
2. φρ. μήτοι γε
τουλάχιστον όχι («μήτοι καὶ ἀλλήλους γε καὶ ἐφ' οὓς ᾔεσαν ἅμα ἀδικεῑν», Πλάτ.).

Greek Monotonic

μήτοι: ή μήτοι, επιτετ. τύπος του μή, με προστ. και υποτ.,
1. μή τοι δοκεῖτε, σε Αισχύλ. κ.λπ.· σε όρκο, με απαρ., στον ίδ.
2. μετά από ρήματα που υποδηλώνουν άρνηση, σε Σοφ.