πυρισμάραγος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
(35)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που ηχεί, που παράγει θόρυβο από τη [[φωτιά]] που τον καίει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[σμάραγος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σμαραγῶ</i> «ηχώ, [[κάνω]] θόρυβο»), <b>πρβλ.</b> <i>αλι</i>-[[σμάραγος]], <i>μεγαλο</i>-[[σμάραγος]]).
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που ηχεί, που παράγει θόρυβο από τη [[φωτιά]] που τον καίει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[σμάραγος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σμαραγῶ</i> «ηχώ, [[κάνω]] θόρυβο»), <b>πρβλ.</b> <i>αλι</i>-[[σμάραγος]], <i>μεγαλο</i>-[[σμάραγος]]).
}}
{{lsm
|lsmtext='''πῠρισμάρᾰγος:''' [ᾰ], -ον, αυτός που αντηχεί μέσα στη [[φωτιά]], σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 19:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρισμάρᾰγος Medium diacritics: πυρισμάραγος Low diacritics: πυρισμάραγος Capitals: ΠΥΡΙΣΜΑΡΑΓΟΣ
Transliteration A: pyrismáragos Transliteration B: pyrismaragos Transliteration C: pyrismaragos Beta Code: purisma/ragos

English (LSJ)

[ᾰρ], ον,

   A roaring with fire, Theoc.Syrinx 8 (v.l. -σφάραγος).

German (Pape)

[Seite 823] im oder vom Feuer tosend, krachend, Theocr. syrinx (XV, 21), Πόθος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui pétille ou craque au feu.
Étymologie: πῦρ, σμαραγέω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ηχεί, που παράγει θόρυβο από τη φωτιά που τον καίει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -σμάραγος (< σμαραγῶ «ηχώ, κάνω θόρυβο»), πρβλ. αλι-σμάραγος, μεγαλο-σμάραγος).

Greek Monotonic

πῠρισμάρᾰγος: [ᾰ], -ον, αυτός που αντηχεί μέσα στη φωτιά, σε Θεόκρ.