μονοήμερος: Difference between revisions
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[μονήμερος]], -η, -ο (ΑΜ [[μονοήμερος]] και [[μονήμερος]], -ον)<br />αυτός που διαρκεί μία [[ημέρα]] ή αυτός που ζει μία [[ημέρα]]<br /><b>μσν.</b><br />(για [[τόπο]]) αυτός που βρίσκεται σε [[απόσταση]] μιας ημέρας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που απαιτεί μία [[μέρα]]<br /><b>2.</b> αυτός που παραμένει για μία [[ημέρα]]<br /><b>3.</b> (για φάρμακα) αυτός που θεραπεύει [[μέσα]] σε μία [[ημέρα]]<br /><b>4.</b> αυτός που εμφανίζεται ή δρα [[κάθε]] [[μέρα]] («σκευὴ ἄγουσα μονοημέρους», πάπ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μονοημερίς</i> και <i>μονημερίς</i> και <i>μονήμερα</i><br />την [[ίδια]] [[μέρα]], [[μέσα]] σε μία [[μέρα]], [[αυθημερόν]]. | |mltxt=και [[μονήμερος]], -η, -ο (ΑΜ [[μονοήμερος]] και [[μονήμερος]], -ον)<br />αυτός που διαρκεί μία [[ημέρα]] ή αυτός που ζει μία [[ημέρα]]<br /><b>μσν.</b><br />(για [[τόπο]]) αυτός που βρίσκεται σε [[απόσταση]] μιας ημέρας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που απαιτεί μία [[μέρα]]<br /><b>2.</b> αυτός που παραμένει για μία [[ημέρα]]<br /><b>3.</b> (για φάρμακα) αυτός που θεραπεύει [[μέσα]] σε μία [[ημέρα]]<br /><b>4.</b> αυτός που εμφανίζεται ή δρα [[κάθε]] [[μέρα]] («σκευὴ ἄγουσα μονοημέρους», πάπ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μονοημερίς</i> και <i>μονημερίς</i> και <i>μονήμερα</i><br />την [[ίδια]] [[μέρα]], [[μέσα]] σε μία [[μέρα]], [[αυθημερόν]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μονοήμερος:''' -ον, αυτός που διαρκεί μόνο [[μία]] [[ημέρα]], σε Βατραχομ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:21, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A = μονήμερος, in one day, Batr.303. II curing in one day, of remedies, Gal.12.712, al., Aët.7.103; requiring one day, of alchemical operations, Zos. Alch.p.140 B. III σκευὴ ἄγουσα (sc. δαίμονας) μονοημέρους on the selfsame day, PMag.Par.1.2442.
German (Pape)
[Seite 203] = μονήμερος, Batrach. 305.
Greek (Liddell-Scott)
μονοήμερος: -ον, = μονήμερος, Βατραχομ. 305.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. μονήμερος.
Étymologie: μόνος, ἡμέρα.
Greek Monolingual
και μονήμερος, -η, -ο (ΑΜ μονοήμερος και μονήμερος, -ον)
αυτός που διαρκεί μία ημέρα ή αυτός που ζει μία ημέρα
μσν.
(για τόπο) αυτός που βρίσκεται σε απόσταση μιας ημέρας
αρχ.
1. αυτός που απαιτεί μία μέρα
2. αυτός που παραμένει για μία ημέρα
3. (για φάρμακα) αυτός που θεραπεύει μέσα σε μία ημέρα
4. αυτός που εμφανίζεται ή δρα κάθε μέρα («σκευὴ ἄγουσα μονοημέρους», πάπ.).
επίρρ...
μονοημερίς και μονημερίς και μονήμερα
την ίδια μέρα, μέσα σε μία μέρα, αυθημερόν.
Greek Monotonic
μονοήμερος: -ον, αυτός που διαρκεί μόνο μία ημέρα, σε Βατραχομ.