εἰσπίτνω: Difference between revisions

From LSJ
(10)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εἰσπίτνω]] (Α)<br />[[εισπίπτω]].
|mltxt=[[εἰσπίτνω]] (Α)<br />[[εισπίπτω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἰσπίτνω:''' ποιητ. [[τύπος]] του εἰσ-[[πίπτω]] (βλ. [[πίτνω]]), σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 19:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσπίτνω Medium diacritics: εἰσπίτνω Low diacritics: εισπίτνω Capitals: ΕΙΣΠΙΤΝΩ
Transliteration A: eispítnō Transliteration B: eispitnō Transliteration C: eispitno Beta Code: ei)spi/tnw

English (LSJ)

poet. form of εἰσπίπτω, E.Tr.751.

German (Pape)

[Seite 745] dasselbe, Eur. Tr. 746, besser εἰσπιτνών als aor.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσπίτνω: ποιητ. τύπος τοῦ εἰσπίπτω, (ἴδε πίτνω), πτέρυγας εἰσπίτνων ἐμὰς Εὐρ. Τρῳ. 751.

Greek Monolingual

εἰσπίτνω (Α)
εισπίπτω.

Greek Monotonic

εἰσπίτνω: ποιητ. τύπος του εἰσ-πίπτω (βλ. πίτνω), σε Ευρ.