εὐαίων: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐαίων]], ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ζει ευτυχισμένη ζωή<br /><b>2.</b> [[ευτυχής]], [[μακάριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[αιών]] «η [[περίοδος]] της ζωής ενός ανθρώπου, η ζωή - απεριόριστο [[χρονικό]] [[διάστημα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-<i>αίων</i>, <i>μακρ</i>-<i>αίων</i>, <i>μεσ</i>-<i>αίων</i>)].
|mltxt=[[εὐαίων]], ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ζει ευτυχισμένη ζωή<br /><b>2.</b> [[ευτυχής]], [[μακάριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[αιών]] «η [[περίοδος]] της ζωής ενός ανθρώπου, η ζωή - απεριόριστο [[χρονικό]] [[διάστημα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-<i>αίων</i>, <i>μακρ</i>-<i>αίων</i>, <i>μεσ</i>-<i>αίων</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐαίων:''' -ωνος, ὁ, ἡ, [[ευτυχισμένος]] στη [[ζωή]], σε Ευρ.· λέγεται για την [[ίδια]] την [[ζωή]], ευτυχισμένη, καλότυχη, [[μακαρία]], σε Αισχύλ., Σοφ.· [[ὕπνος]] εὐ., [[μακάριος]], [[αιώνιος]] ύπνος, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 19:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐαίων Medium diacritics: εὐαίων Low diacritics: ευαίων Capitals: ΕΥΑΙΩΝ
Transliteration A: euaíōn Transliteration B: euaiōn Transliteration C: evaion Beta Code: eu)ai/wn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, ἡ,

   A happy in life, of persons, E.Ion126 (lyr.), Call. Del.292, etc.; happy, fortunate, βίοτος A.Pers.711, S.Tr.81; πλοῦτος S.Fr.592.3 (lyr.); [Ὕπνος] Id.Ph.829 (lyr.); πότμος E.IA550 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1055] ωνος, glücklich lebend, glücklich, βίοτος Aesch. Pers. 697; Soph. Tr. 81; πότμος Eur. I. A. 550; sp. D., wie Call. 16 (v, 1461. In Anrufungen, Παιάν Eur. Ion 126; ὕπνε εὐαίων ἄναξ, glücklich machend, Soph. Phil. 818.

Greek (Liddell-Scott)

εὐαίων: -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων εὐδαίμονα βίον, ὁ ζῶν εὐδαιμόνως, εὐαίων εὐαίων εἴης, ὦ Λατοῦς παῖ Εὐρ. Ἴων 126· καθόλου, εὐδαίμων, μακάριος, βίοτος Αἰσχύλ. Πέρσ. 711, Σοφοκλ. Τρ. 81· πλοῦτος Σοφ. Ἀποσπ. 718· ὕπνος ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 829· πότμος Εὐρ. Ι. Α. 551. - Καθ’ Ἡσύχ. «εὐαίων· εὐγήρως. εὐμοίρως».

French (Bailly abrégé)

gén. ονος (ὁ, ἡ)
1 dont la vie est heureuse, heureux;
2 qui rend heureux (sommeil, fortune, sort).
Étymologie: εὖ, αἰών.

Greek Monolingual

εὐαίων, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που ζει ευτυχισμένη ζωή
2. ευτυχής, μακάριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αιών «η περίοδος της ζωής ενός ανθρώπου, η ζωή - απεριόριστο χρονικό διάστημα» (πρβλ. δυσ-αίων, μακρ-αίων, μεσ-αίων)].

Greek Monotonic

εὐαίων: -ωνος, ὁ, ἡ, ευτυχισμένος στη ζωή, σε Ευρ.· λέγεται για την ίδια την ζωή, ευτυχισμένη, καλότυχη, μακαρία, σε Αισχύλ., Σοφ.· ὕπνος εὐ., μακάριος, αιώνιος ύπνος, σε Σοφ.